Είμαι τυχερή. Το γραφείο μου βλέπει δυο τρία δέντρα στριμωγμένα ανάμεσα σε πολυκατοικίες, αλλά δέντρα. Ακούω το  γείτονα να τα ποτίζει μετά μανίας την Κυριακή που δεν δουλεύει. Ο φίλος μου ο Χρήστος είναι κι αυτός τυχερός. Πάνω από τις πολυκατοικίες βλέπει, αν σκύψει, ένα κομμάτι Λυκαβηττό. Ονειρεύεται να φτιάξει στην ταράτσα του ένα μικρό δάσος και μπήκε σε λίστα αναμονής σ΄ ένα πρόγραμμα του Δήμου.  Μένουμε στο κέντρο της Αθήνας. Όμως αυτά τα δύο τρία δέντρα δημιουργούν τη ψευδαίσθηση μιας μικρής πολυτέλειας. Κάτω απ΄ αυτά τα δέντρα η κόρη μου άφηνε σημειώματα στις νεράιδες αναζητώντας τρόπους να επικοινωνήσει μαζί τους. Την παρακολουθούσα στην αρχή με χαρά κι αργότερα τη λυπόμουνα καθώς έψαχνε απεγνωσμένα να βρει σε ποια γλώσσα να τους μιλήσει. Έγραφε πάνω σε κορδέλες και τις έδενε σε κλαδιά, ζωγράφιζε μικρά κουρελάκια ή πολύχρωμα χαρτάκια ύστερα σκέφτηκε να κάνει σχέδια πάνω στα φύλλα. Είχε μεγάλη υπομονή, είχε το όνειρο, το πάθος και στο μικρό της μυαλό της έλειπε μόνο η σωστή φόρμα. Είχε ανάγκη όμως ένα παραμύθι που θα ξεκινούσε στη μικρή αυλή του σπιτιού μας. Συζητούσε μαζί μου κι έψαχνα με αγωνία να βρω τη σωστή απάντηση. Να της πω ότι δεν υπάρχουν νεράιδες, να την προσγειώσω στον κόσμο των μεγάλων; Δεν ήθελα. Εμείς ήμασταν αυτοί που της λέγαμε μετά μανίας παραμύθια κι απ΄ την άλλη μεγάλωνε σ΄ έναν κόσμο με τόσα λίγα υλικά ονείρων! Όταν πήγε στην πρώτη δημοτικού κι έμαθε την αλφαβήτα, τη βρήκα ένα προχωρημένο απόγευμα να επαναλαμβάνει κάτω από τα δυο δέντρα : «άλφα, βήτα….»  «Τι κάνεις ;» τη ρώτησα  «Σουτ! Καλώ τις νεράιδες». Με φώναξε δίπλα  της . Οι μικροί της φθόγγοι παντρεύονταν με τους καθημερινούς ήχους της γειτονιάς μας. Τα αυτοκίνητα που περνάνε, η Σεβερίνα που ψάχνει το γάτο της τον Πίπη, το κουδουνάκι του γάτου που πηδάει από μπαλκόνι σε μπαλκόνι και φυσικά ο διαρκής ήχος μιας ανοιχτής τηλεόρασης απ’ όλα τα διαμερίσματα αλλά κυρίως από το απέναντι διαμέρισμα στον πρώτο. Εκεί μένει μια κουφή γιαγιά και η νοσοκόμα της  που αλλάζει κάθε λίγο και λιγάκι, βουλγάρα, ρωσίδα, πολωνέζα, πάντα του ανατολικού μπλοκ γιατί η κυρία Νανά  στα νιάτα της έπαιζε πιάνο κι είχε σε πολύ εκτίμηση τη  ρώσικη σχολή. Το μυαλό μου ακολουθεί τους ήχους στ΄ απέναντι διαμερίσματα ενώ η κόρη μου συνεχίζει άλφα …βήτα. Κάποια στιγμή διακόπτει θυμωμένη. Οι νεράιδες δεν θα έρθουν αν δεν τραγουδήσεις κι εσύ άλφα…βήτα. Αφοπλιστικό το σχόλιο, αφοπλιστικό και το ύφος της. Αμήχανα συγκινημένη από την άλλη αρχίζω να μουρμουρίζω άλφα …βήτα και σιγά σιγά σβήνουν οι ήχοι απ΄ τα απέναντι μπαλκόνια κι είναι μόνο το άλφα βήτα και η ανάγκη της κόρης μου για έναν καινούργιο μύθο, στο δικό της σύγχρονο κόσμο. Κι είναι τόσο δύσκολο ν΄ ακούσεις τη φωνή του μύθου σ΄ έναν κόσμο που έχει εντελώς ξεχάσει τους προγόνους του και τα μονοπάτια τους μέσα στη φύση.

Αυτή την ιστορία της κόρης μου θυμήθηκα διαβάζοντας μια εβραϊκή  ιστορία. Ο  Baal Shem Tov και ο πιστός του γραφιάς πάνε να προσκυνήσουν τους Αγίους Τόπους. Το καράβι δεν μπορεί να ηρεμήσει και οι ναύτες περικυκλώνουν τους εβραίους θεωρώντας τους υπαίτιους της κακοτυχίας. Ο θάνατος μοιάζει βέβαιος.  Το χειρότερο είναι ότι ο Baal Shem Tov έχει ξεχάσει όλες τις ιερές προσευχές και δεν μπορεί να ζητήσει τη βοήθεια του θεού. Ο μαθητής του, τον παρακαλάει να προσπαθήσει αλλά δεν θυμάται τίποτα. Στο τέλος ο μεγάλος δάσκαλος και παραμυθάς ζητάει από τον πιστό του γραφιά να θυμηθεί αυτός κάτι. Αργά, με δυσκολία, θυμάται τα δυο πρώτα γράμματα του εβραϊκού αλφάβητου. Άρχισε λοιπόν δειλά να τα μουρμουρίζει με δυνατή φωνή. Άλεφ, Μπετ. Ο Baal Shem Tov επαναλαμβάνει τα γράμματα κι αυτά τα πιο απλά στοιχεία της γλώσσας έχουν μια τέτοια δύναμη που σώζονται από την καταστροφή

Κάθε εποχή είναι εποχή αλλαγών, αλλά η δική μας είναι μια εποχή καθολικών μεταμορφώσεων. Πολλά απλά πράγματα ανατρέπονται. Ηλεκτρονικά μέσα, καινούργιες τεχνολογίες διάδοσης της πληροφορίας. Κι όμως όσο τρέχουν οι πληροφορίες τόσο δυσχεραίνει  η ουσιαστική επικοινωνία των ανθρώπων με τα μέλη της οικογένειας, με τους φίλους τους, τους γείτονες, με τη φύση.  Μέσα σ΄ αυτή την καινούργια πραγματικότητα όλο και μεγαλώνει η ανάγκη για το αμετάβλητο. Και συχνά τα βασίλεια του «Μια φορά κι έναν καιρό» αποδεικνύονται πιο σταθερά από τους σύγχρονους γεωγραφικούς χάρτες.  Τα τελευταία χρόνια αναβιώνει μια αρχαία τέχνη. Παραμυθάδες, νεοιστορητές, φεστιβάλ παραμυθιού, αποσπερίδες, σεμινάρια αφήγησης και προφορικής παράδοσης. Στην Τζια, στη Βυτίνα, στην Καλλιπεύκη φέτος το καλοκαίρι γέμιζαν οι ραχούλες, τα δάση, οι πλαγιές από κόσμο που διψούσε ν΄ ακούσει παραμύθια. Μήπως μέσα στο καλπασμό μιας μηχανικής καθημερινότητας  μεγαλώνει ένα καινούργιο αίσθημα ότι η ανθρώπινη φωνή και η μνήμη είναι αναντικατάστατες; Μήπως αυτό που έχουμε ανάγκη είναι η ανανέωση ενός ζωντανού δεσμού ανάμεσα σ΄ αυτούς που διηγούνται και σ΄ αυτούς που ακούνε;  Μήπως είναι μια αντίδρασή στη σύγχρονη βαρβαρότητα; Πως αλλιώς εξηγείται το όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον για μια τόσο απλή φόρμα;

Μήπως είναι η ανάγκη για μια ενδοσκόπηση αν συμφωνήσουμε με την άποψη ότι οι ιστορίες των προγόνων μας ζούνε πάντα μέσα μας αλλά η φωνή τους δεν μπορεί ν΄ ακουστεί στους σημερινούς ρυθμούς της ζωής; Ή μήπως είναι η ανάγκη μας για τα απλά, τα παλιά αυτονόητα; Η ανάγκη μας να ζήσουμε τη ζωή μας τελείως απλά ακριβώς όπως μια ιστορία; Μήπως είναι πάνω απ΄ όλα η ανάγκη να ονειρευτούμε έναν καινούργιο μύθο; Άλλωστε σε διάφορες περιόδους της ιστορίας οι μύθοι δεν ήταν ο τρόπος να εξηγηθούν τα ανεξήγητα και συγχρόνως ένας διαρκής στοχασμός πάνω στα άλυτα προβλήματα της ζωής; Μήπως και η εποχή μας βρίσκεται ακριβώς στην ίδια στιγμή; Στη στιγμή που έχουμε ανάγκη ένα σύγχρονο μύθο που θα μας μάθει ν΄ ακούμε ο ένας τον άλλον, ν΄  ακούμε τη φωνή της φύσης πριν την καταστρέψουμε τελείως; 

Ποιος είναι ο ήρωας στα παραδοσιακά παραμύθια όλου του κόσμου; Αυτός που διασχίζει τα σκοτεινά δάση, αυτός που νικάει τους δράκους, αυτός που τολμάει να τα βάλει με τα δύσκολα αλλά κυρίως αυτός που ακούει.. Αυτός που ακούει το ξωτικό, αυτός που ακούει το πνεύμα του δάσους, τη κουρασμένη γυναίκα στην άκρη του δρόμου που μπορεί να είναι μια πανίσχυρη μάγισσα ή ένα καλό πνεύμα. Αν έχει τ’ αυτιά του κλειστά και κυρίως αν βιάζεται θα προσπεράσει τη λύση του προβλήματος και θα είναι ανίσχυρος όταν θα χρειαστεί να τα βάλει με τα δύσκολα. Στα παραμύθια λοιπόν μαθαίνουμε ότι η ανάγκη ν΄ ακούς είναι εξίσου ηρωική πράξη με τη μάχη μ΄ ένα δράκο με καμιά ντουζίνα κεφάλια. Πως λοιπόν να αποτρέψω στο γιο μου που προσπαθεί να επικοινωνήσει με τα ζώα ή την κόρη μου παλιότερα που προσπαθούσε ν΄ ακούσει αυτό το διαφορετικό μέσα στο σούρουπο; Μήπως απλά εμείς ξεχάσαμε ν΄ ακούμε; Μήπως αυτό είναι που έχουμε περισσότερο ανάγκη; Μήπως ακόμα βιαστήκαμε  να ονοματίσουμε κάποια πράγματα κι ύστερα τα ξεχάσαμε; «Απαραίτητη η φαντασία για ένα ευτυχισμένο παιδί …» Ναι βέβαια αλλά μήπως δεν χάνουμε ευκαιρία για να διαμελίζουμε τα όνειρά του; Με τις καλύτερες προθέσεις βέβαια , το μπουκώνουμε γνώσεις και πληροφορίες, και το κομπιούτερ χρειάζεται και τα αγγλικά και κάτι αθλητικό και λίγο μουσική.  Τρέχουμε στο δρόμο να προλάβουμε να μη χτυπήσει το κουδούνι. Ο μικρός κοντοστέκεται : κάτι άκουσα μέσα στα δέντρα. Μια σαύρα ζητούσε απεγνωσμένα βοήθεια. Δίπλα σ΄ ένα μαραγκιασμένο δέντρο στο κέντρο μιας επιβαρυμένης πόλης δεν βλέπω παρά δυο τρία σκουπίδια πλαστικά . Ο μικρός επιμένει: άκου. Και ξαφνικά αισθάνομαι πόσο φτωχή είμαι. Πόσο δύσκολο είναι και για τους καλύτερους γονείς του κόσμου να μπορέσουν ν΄ ακούσουν την κραυγή για βοήθεια μιας μικρής σαύρας, την απελπισμένη ανάγκη του μικρού να μεταμορφώσει την πραγματικότητα για να μπορέσει να τη βιώσει. Κι ύστερα θέλω να πέσω στα τέσσερα, να βρω τη μικρή σαύρα αλλά η ώρα περνάει και το κουδούνι δεν ακούει ούτε σαύρες, ούτε δάκρυα. Μόνο χτυπάει.

Είχα διαβάσει μια συνέντευξη ενός σύγχρονου παραμυθά, του Εντνος που έλεγε πως  «μια από τις προκλήσεις της τέχνης του είναι να δώσει και πάλι νόημα στις λέξεις. Να σφυρηλατήσει υλικά ακόμα και αρχαία με τρόπο που να αντηχήσουν την κοινωνία και τις δυσλειτουργίες της. Το παραμύθι είναι σαν ένα βότσαλο που πρέπει να εμποδίζει την πόρτα να κλείσει»

Μέσα από τη μισάνοιχτη πόρτα σκέφτομαι ξανά ένα μικρό κορίτσι που αναζητά το παραμύθι της, επαναλαμβάνοντας τα μόνα γράμματα που ξέρει: άλφα βήτα . Έναν μεγάλο δάσκαλο και παραμυθά που μουρμουρίζει τα δικά του γράμματα : άλεφ μπέτ για να αποτρέψει μια καταστροφή. Έναν σύγχρονο παραμυθά που θέλει να δώσει και πάλι νόημα στις λέξεις. Λένε ότι οι μύθοι είναι μοιρασμένα όνειρα. Οι Αβορηγιανοί της Αυστραλίας ονομάζανε τη δημιουργία «Καιρό του Ονείρου» και τους μύθους τους όνειρα. Μήπως είμαστε ακριβώς σ΄ αυτό το σημείο;  Όλο αυτό το σύγχρονο ενδιαφέρον για τα παραμύθια είναι η ανάγκη να μοιραστούμε ένα όνειρο ή να ξαναονειρευτούμε έναν καινούργιο μύθο; Όσο τα δάση μας καίγονταν πάντως  εγώ που θαυμάζω τα δυο στριμωγμένα δεντράκια του ακάλυπτου, ο γείτονας που τη μόνη του ελεύθερη μέρα, την Κυριακή τα ποτίζει μετά μανίας, ο φίλος μου ο Χρήστος που σχεδιάζει δάσος στην ταράτσα του κι εκείνη η μικρή που στέλνει σήματα μέσα από τα χαμηλά κλαδιά μιας λεμονιάς στις νεράιδες βλέπαμε το ίδιο όνειρο. Μια γη που χάνεται και ζητάει απελπισμένα βοήθεια σαν τη μικρή σαύρα στο δρόμο για το σχολείο.