Από μικρή αγαπούσα τις ιστορίες. Τρελαινόμουνα να ακούω τους μεγάλους να διηγούνται σκηνές από τότε που ήταν νέοι. Μικρά κατορθώματα που φάνταζαν μαγικά στα αυτιά μου. Ήταν πάντα την ώρα του φαγητού. Όταν τα πιάτα αδειάζανε, όταν τα ποτήρια γέμιζαν και ξαναγέμιζαν, όταν τα παιδιά επιστρέφανε στα παιχνίδια, τότε άρχιζε το καλύτερο. «Θυμάσαι τότε που…» Οι πρώτες ιστορίες γεννούσαν γέλια, γέλια, τα γέλια τραγούδια, τα τραγούδια αγκαλιές κι ύστερα κι άλλες ιστορίες. Τα καλοκαίρια πέντε αδέλφια, πέντε οικογένειες και μια δωδεκάδα παιδιά μέναμε στο ίδιο σπίτι. Πέντε οικογένειες μια κουζίνα, μια αυλή. Το πρωί μας ξυπνούσε πάντα η μυρωδιά του φούρνου. Οι μαμάδες όλες στην κουζίνα, η μια να πλένει τις ντομάτες και τις πιπεριές, η άλλη να κόβει τα κρεμμύδια, η άλλη να ετοιμάζει το κρέας. Καλοκαιρινό φαγητό το κελαηδί και κυριακάτικο. Για το μεγάλο τραπέζι. Κανένας από τους φίλους μου δεν ήξερε τι ήταν το Κελαηδί. Ίσως να ήταν μια οικογενειακή εφεύρεση. «Γιατί το λένε κελαηδί;» ρωτούσα τις μαμάδες. « Γιατί όποιος το τρώει κελαηδάει» Το κρέας κολυμπούσε στις ντομάτες, στις πιπεριές και στα κρεμμύδια ενώ η μόνη χειμωνιάτικη νότα ήταν η φέτα που χιόνιζε το πολύχρωμο πιάτο. Δεν μου άρεσε ιδιαίτερα αλλά δεν έλεγα τίποτα γιατί σκεφτόμουνα ότι τις Κυριακές το Κελαηδί βοηθούσε τους μεγάλους να κελαηδήσουν κι άλλες ιστορίες. Και στην κουζίνα αρχηγός η γιαγιά. Καθότανε στην άκρη και θαύμαζε κόρες και νύφες να μαγειρεύουν. Αυτή η γιαγιά Βικτώρια τους είχε μάθει τη συνταγή. Δική της έμπνευση ήτανε. Κι ας είχε να το κάνει τόσα χρόνια ήξερε καλύτερα απ΄ όλες. Της έδειχναν το πιάτο με τη φέτα που ετοιμαζότανε να προσγειωθεί στην κορυφή της κατσαρόλας. Κι η γιαγιά Βικτώρια παρόλο που ούτε έβλεπε ούτε άκουγε τόσο καλά έβρισκε την ευκαιρία να ανοίξει κουβέντα. Την είχανε ξεχάσει όλο το πρωινό. Διακριτικά τραβιότανε την ώρα του μαγειρέματος στην άκρη της κουζίνας να μην πέσει καμιά άσπρη τρίχα από τον καλοφτιαγμένο κότσο της στα σκεύη της κουζίνας «Μην βιάζεστε, έβρασε καλά το κρέας;» «Λιώνει ρε μαμά!» «Ωχ μήπως το παραβράσατε;» Η πρωτότοκη και καλύτερη μαγείρισσα Μαρίκα έπαιρνε αποφασιστικά πρωτοβουλία. «Αν το συζητήσουμε κι άλλο σίγουρα σε λίγο δεν θα τρώγεται» Έσβηνε τη φωτιά και ταξίδευε με μια κίνηση τη φέτα πάνω στην κατσαρόλα. Ύστερα έπαιρνε μια καθαρή πετσέτα και τη σκέπαζε. Το φαγητό ήταν έτοιμο και οι μαμάδες μπορούσαν να πάνε για ένα γρήγορο μπάνιο στη θάλασσα, να συναντήσουν για λίγο τους άντρες και τα παιδιά και να γυρίσουν πάλι γρηγορότερα για να στρώσουν το τραπέζι. Η γιαγιά έκανε παρέα στην κατσαρόλα με το Κελαηδί περιμένοντας παιδιά κι εγγόνια να γυρίσουν. Ήμουν σίγουρη ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή η γιαγιά κάτι έριχνε στην κατσαρόλα, κάτι μαγικό κάτι που θα έκανε πάλι τα παιδιά της να κελαηδάνε ιστορίες. Μια Κυριακή παρακάλεσα τη μαμά μου να μην πάω για μπάνιο γιατί πονούσε η κοιλιά μου. «Καλά κάτσε ήσυχα στο δωμάτιο. Η γιαγιά θα είναι στην κουζίνα» Μόλις τους άκουσα όλους να φεύγουν πήγα ξυπόλητη και παραφύλαξα πίσω από την πόρτα της κουζίνας. Είδα τη γιαγιά μου να σηκώνεται σιγά σιγά, να σηκώνει την πετσέτα, να μυρίζει, να μυρίζει κι ύστερα να ψάχνει τις τσέπες της μαύρης ρόμπας της, να πιάνει κάτι και να πασπαλίζει το φαγητό. Ύστερα γύρισε και μου έκλεισε το μάτι. Αυτή η κίνηση έμεινε πάντα στο μυαλό μου σαν ένα μεγάλο μυστικό. Δεν το μαρτύρησα σε κανέναν και δεν ρώτησα ποτέ τη γιαγιά μου τι μαγικό πρόσθετε στη συνταγή της.. Όταν πέθανε, μπήκα στο δωμάτιο της, άνοιξα τη ντουλάπα της και χάιδεψα τη μαύρη ρόμπα της. Έχωσα το χέρι μου στις τσέπες της κι εκεί λύθηκε το μεγάλο μυστήριο της παιδικής μου ηλικίας. Στη μια τσέπη ένα φυλλαράκι ξεραμένου βασιλικού, στο άλλο ένα κλαράκι ρίγανης. Είχαμε μεγαλώσει πια αρκετά. Τα παιδιά τα καλοκαίρια τρέχαμε ο καθένας με τις παρέες του στα νησάκια της άγονης γραμμής. Πίσω στο καλοκαιρινό σπίτι, το κυριακάτικο τραπέζι φτώχυνε. Από τότε όλα τα ξαδέλφια μου, λένε ότι φτιάχνω το Κελαηδί καλύτερα απ΄ όλους.