Η συγγραφέας Μαρία Παπαγιάννη μιλάει για τον μαγικό κόσμο των παιδιών
Συνέντευξη στη Σαντρα Βουλγαρη
Για μια ιστορία διαφορετική από τις συνηθισμένες, που εκτυλίσσεται πάνω στα βράχια, στη σκιά ενός βουνού στην Κρήτη, για «Το δέντρο το μονάχο» (εκδ. Πατάκη) απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Εφηβικού/Νεανικού Λογοτεχνικού Βιβλίου η συγγραφέας Μαρία Παπαγιάννη. Είδηση που συνέπεσε με ένα ακόμη ευχάριστο νέο που έχει να κάνει με την ίδια, αλλά και τη λογοτεχνία για παιδιά στην Ελλάδα, αφού αυτές τις μέρες κλείστηκε συμφωνία με τις εκδόσεις minedition για την έκδοση μιας ακόμη ιστορίας της Μαρίας Παπαγιάννη με τίτλο «Μια άλλη μέρα θα νικήσεις εσύ».
Το βιβλίο θα απευθύνεται σε νήπια και θα εικονογραφηθεί από την πολυαγαπημένη και διάσημη εικονογράφο Eve Tharlet. Μέχρι τώρα παράλληλα με την πλούσια και πολύ ενδιαφέρουσα συγγραφική της δράση η Μαρία Παπαγιάννη μετέφραζε ιστορίες της που έχουν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πατάκη και ονειρευόταν μια μέρα να δει πώς θα ζωγράφιζε η Tharlet μια δική της ιστορία.
Οταν της τηλεφώνησα τη βρήκα στο εγκαταλελειμμένο χωριό στην Κρήτη όπου γράφτηκε «Το δέντρο το μονάχο». Αυτό με ενθουσίασε. Η συνομιλία μας έγινε ηλεκτρονικά και τηλεφωνικά από αυτό το χωριό μέσω διαφόρων περιπετειών, αφού την τελευταία φορά που μιλήσαμε το σπίτι όπου έμενε είχε πλημμυρίσει από την βροχή…

– Τι ενέπνευσε «Το δέντρο το μονάχο»;
– Νομίζω ότι όλες οι ιστορίες γεννιούνται σ’ έναν τόπο. Κουβαλάνε βέβαια χαλίκια και σπόρους απ’ όλα τα ταξίδια. Το δικό μου δέντρο κοιτάει προς τον νότο. Εξω από ένα απομονωμένο χωριό στα Αστερούσια που αγναντεύει το Λιβυκό Πέλαγος. Εδώ ζούνε άνθρωποι που μπορούν να μην έχουν ταξιδέψει ποτέ στη ζωή τους, αλλά μπορούν να σου πούνε χιλιάδες ιστορίες για κάθε πέτρα του χωριού. Σύμφωνα μ’ αυτές τις αφηγήσεις το χωριό το διαλέγανε πάντα περίεργα όντα.
Τελώνια και ξωτικά, πνεύματα που έρχονται από τη θάλασσα και διαλέγουνε κάποιο από τα σπίτια και δεν το αφήνουνε σε ησυχία. Σκέφτηκα λοιπόν πώς θα ήταν για ένα νέο παιδί να μεγαλώνει εδώ κουβαλώντας όλους τους θρύλους και τις δοξασίες, να μεγαλώνει σ’ έναν τόπο μικρό μακριά από την αποξένωση της πόλης. Κι ύστερα χρησιμοποίησα αυτόν τον έφηβο που τον βάφτισα Σίμο για να ξαναμιλήσω για τις δικές μου εμμονές. Οτι δηλαδή όσο πιο βαθιά φτάνουν οι ρίζες, τόσο πιο μεγάλα τα κλαδιά. Οσο πιο στέρεα πατάς στα δικά σου χώματα τόσο πιο μακριά μπορείς να πετάξεις, να ταξιδέψεις, να εξηγήσεις και να γνωρίσεις τον κόσμο.
Κι ακόμα ότι χρειάζεται πού και πού να αδειάζεις από όλα όσα ακούς καθημερινά και να θυμάσαι το δικό σου ζύγι, αυτό που όλοι έχουμε μέσα μας για τα μεγάλα και τα μικρά. Αλλά με τη φασαρία του κόσμου ξεχνιόμαστε και ζυγίζουμε με το ζύγι των άλλων.
– Τι σας εμπνέει γενικότερα ως συγγραφέα;
– Αγαπούσα πάντα τους ιδιαίτερους ανθρώπους, τους διαφορετικούς, τους σιωπηλούς, ή τους παθιασμένους με κάτι. Από την άλλη παρατηρώ την καθημερινότητα μέσα από το δικό μου μεγεθυντικό φακό. Μια ελάχιστη λεπτομέρεια, μια κίνηση, μια φράση, ένα όνειρο γίνονται οι πρωταγωνιστές. Μ’ αρέσει να βλέπω μικρά θαύματα μέσα στην καθημερινή ρουτίνα, δηλαδή να βλέπω με τα μάτια των παιδιών όσο φυσικά γίνεται γιατί η δική τους φαντασία είναι ανεξάντλητη. Αγαπώ πολύ τα παραμύθια. Οπως ξέρετε τα παραμύθια δεν λένε ότι όλα είναι τέλεια λέει ότι ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Πώς; Μόνο αν διασχίσουμε το σκοτεινό δάσος, αν τολμήσουμε και τα βάλουμε με τους λύκους και τα θεριά και κυρίως αν αφιερώσουμε λίγο χρόνο κι ακούσουμε τη συμβουλή μιας γριάς, ενός πουλιού, ενός ζητιάνου.
Η μαγική συμβουλή δίνεται μόνο σ’ αυτούς που παραμένουν με τα αυτιά τους, τα μάτια τους ανοιχτά, με τις αισθήσεις ζωντανές στον μύλο που όλα τα αλέθει. Βεβαίως, από όλα αυτά ξεκινάω αλλά με μια προϋπόθεση. Ακόμα κι όταν βουτάω στην παράδοση με την έννοια του χώρου και του χρόνου, η προσπάθειά μου είναι η γραφή μου να είναι σύγχρονη. Δεν πιστεύω στη ρεαλιστική αναπαράσταση με την έννοια της απεικόνισης, αλλά στη μεγέθυνση του πραγματικού με την έννοια της μαγείας.
– Ετοιμάζετε κάποια νέα ιστορία;
– Δεν γίνεται να κλείσουμε την πόρτα στην αφόρητη καθημερινότητα, στις δυσκολίες που ζούμε όλοι και μας έχουν στριμώξει για τα καλά. Είναι καιρός τώρα που σκέφτομαι μια ιστορία με ήρωες παιδιά που βλέπουν τις συνθήκες της ζωής τους να αλλάζουν δραματικά. Ο στόχος μου είναι να μην είναι η ανεργία φρούτο εξωτικό αλλά μέσα στην καθημερινότητα κανονικών ανθρώπων που ώς χθες δούλευαν και ζούσανε κανονικά. Η επόμενη ιστορία θα είναι λοιπόν στα χρόνια της κρίσης.
– Πιστεύετε ότι τα παιδιά είναι έτοιμα να την ακούσουν;
– Τα παιδιά δεν ζούνε σε κάποια γυάλινη σφαίρα, ζούνε στην ίδια καθημερινότητα με μας με τις κεραίες τους υψωμένες κι ευαίσθητες πάντα. Θεωρώ ότι είναι λάθος να κρατάς τα παιδιά μακριά από τα προβλήματα. Τα παιδιά είναι ισότιμοι συνομιλητές και πάντα έτσι τους αντιμετωπίζω. Οσοι πιστεύουν ότι πρέπει να φτιάξουν μια ψεύτικη όαση για τα παιδιά τους προφανώς δεν θέλουν να τα προετοιμάσουν γι’ αυτό τον κόσμο, αλλά για έναν άλλο αγγελικά πλασμένο που εγώ προσωπικά δεν ξέρω προς τα πού πέφτει.
Είναι κρίμα να αφήνουμε τα παιδιά να προσπαθούν να συναρμολογήσουν απ’ αυτά που μπαίνουν κάτω από τις πόρτες το παζλ της αλήθειας, γιατί μπορεί να φτιάξουν μια ακόμα πιο ζοφερή πραγματικότητα. Αλλωστε από την άλλη μεγάλη πόρτα, την τηλεόραση βομβαρδίζονται καθημερινά. Το θέμα είναι να κάνουμε παιδιά δυνατά που θα μπορούν να αντιστέκονται στην αθλιότητα, που θα τολμούν να αγωνίζονται γι’ αυτά που πιστεύουν κι ακόμα περισσότερο που δεν θα ψαλιδίζουν τα όνειρά του στα μέτρα της ανάγκης, αλλά θα προσπαθούν να κάνουν πραγματικότητα τα δικά τους όνειρα.
– Προτιμάτε να γράφετε για τα παιδιά;
– Η αλήθεια είναι ότι όταν γράφω δεν σκέφτομαι την ηλικία στην οποία απευθύνομαι. Ομως αγαπώ πολύ τα παιδιά και ζηλεύω τον τρόπο που ονειρεύονται, θαυμάζω τη δυνατότητά τους να ανατρέπουν τα πάντα, τη μεγάλη αίσθηση της δικαιοσύνης που έχουν. Προσωπικά δυσκολεύτηκα πολύ να το πάρω απόφαση ότι μεγάλωσα κι αν θέλω να είμαι ειλικρινής ακόμα σκέφτομαι τι θα γίνω όταν μεγαλώσω κι έχω μια μακριά λίστα υπόψη μου. Δεν ξέρω αν είναι αυτός ο λόγος που γράφω για παιδιά.
Πάντως, όταν γράφω κάποια ιστορία δεν την κόβω και τη ράβω για καμιά ηλικία. Εχω όμως μια τάση να βαφτίζω ακόμα και τους κακούς ήρωες στο καλό και να αναζητώ την άλλη τους πτυχή. Αγαπώ πολύ τη ζωή όσο απογοητευμένη κι αν είμαι από τον κόσμο, από τις δυσκολίες. Κι ίσως αυτή η εμμονή μου να επιλέγω πάντα τη ζωή, να προσπαθώ να αντιστρέψω τη μιζέρια να ταιριάζει περισσότερο με την παιδική ηλικία. Ενας παραμυθάς έλεγε: «Ο κόσμος είναι αφόρητος. Η ζωή είναι υπέροχη. Εχουμε πάντα τη δυνατότητα να διαλέξουμε. Ο αφηγητής παραμυθιών διαλέγει τη ζωή».

Η Μαρία Παπαγιάννη γεννήθηκε στη Λάρισα. Σπούδασε ελληνική φιλολογία και στη συνέχεια δούλεψε ως δημοσιογράφος σε ραδιόφωνο, τηλεόραση, εφημερίδες και περιοδικά. Τα τελευταία χρόνια γράφει ιστορίες για παιδιά και μεταφράζει παιδική λογοτεχνία. Το τελευταίο της μυθιστόρημα με τίτλο «Ως διά μαγείας» τιμήθηκε με το Βραβείο του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου καθώς και με το Βραβείο Λογοτεχνικού Παιδικού Βιβλίου του περιοδικού «Διαβάζω». Το έργο της «Το δένδρο το μονάχο» έχει τιμηθεί επίσης με το βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω». Εγραψε το λιμπρέτο και στίχους στο έργο «Παράξενο δεν είναι;» (μουσικό θέατρο το οποίο ανέβηκε στο Μέγαρο Μουσικής τα έτη 2007 και 2008). Επίσης, το λιμπρέτο (διασκευή του μυθιστορήματος της Σ. Λάγκερλεφ «Το θαυμαστό ταξίδι του Νιλς Χόλγκερσον») για το έργο «Πες το μ’ ένα παραμύθι» για αφηγητή και ορχήστρα σε μουσική του Θάνου Μικρούτσικου, που παρουσιάστηκε τα Χριστούγεννα του 2002-2003 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.