Μια φορά κι έναν καιρό πριν από πολλά πολλά χρόνια πάνω από 200, μια μέρα σαν και σήμερα σε μια πόλη της Δανίας γεννήθηκε ο Χανς. Ο μπαμπάς του παρόλο που ονειρευόταν να σπουδάσει και να διαβάσει πολλά βιβλία και παρόλο που όλο περηφανευόταν πως ήταν από σπουδαία βασιλική γενιά η αλήθεια ήταν πως ένας άμοιρος τσαγκάρης ήταν που δύσκολα τα έφερνε πέρα.
Η μαμά του ήταν πλύστρα κι όσο ο άντρας της είχε σε εκτίμηση τα βιβλία αυτή δεν τα λιμπιζόταν καθόλου. Εντελώς αμόρφωτη πίστευε σε όλες τις δεισιδαιμονίες
Ο μικρούλης Χανς αδύναμος και καχεκτικός προσπαθούσε να τα χωρέσει όλα στο κεφάλι του, τη φανταστική βασιλική γενιά του μπαμπά του και τις σκοτεινές σκέψεις της μαμάς του. Από μικρός όμως αποφάσισε να γίνει σπουδαίος.
Ο πατέρας του, τού διάβαζε παραμύθια από τις Χίλιες και μια νύχτες, τον Λαφοντέν και τον πήγαινε στο κουκλοθέατρο. Ο μικρός Χανς μάζευε τα προγράμματα θεάτρου κι αυτό ήταν το παιχνίδι του. Καθόταν σε μια γωνιά και φανταζόταν ολόκληρα έργα πίσω από έναν τίτλο. Ύστερα έφτιαχνε μόνος του τις κούκλες, τις έντυνε και τις ετοίμαζε για τις παραστάσεις του
Ήταν 7 χρονών όταν πήγε σε κανονικό θέατρο κι εκεί συνάντησε μια από τις διασημότερες ηρωίδες του, τη μικρή γοργόνα. Άρχισε να πηγαίνει κρυφά στο θέατρο κάθε μέρα και τον έμαθαν όλοι οι εργαζόμενοι και τον πείραζαν. Ο Άντερσεν όμως τότε ήθελε να γίνει ηθοποιός και η μαμά του ρώτησε ένα μέντιουμ που της είπε πως ο γιος της θα γίνει μεγάλος και τρανός κι έτσι δέχτηκε το τρελό όνειρο του γιου της.
Μα μήπως έπρεπε πρώτα να πάει σχολείο; Να μορφωθεί; ήταν 11 χρονών όταν ο πατέρας του έπεσε στο κρεβάτι πολύ άρρωστος. Η μητέρα του τού ζήτησε να τρέξει να φέρει βοήθεια και θύμωσε όταν ο Χανς ξεκίνησε να πάει στο γιατρό. «Ποιο γιατρό» θα του είπε «την μάγισσα να πας να φέρεις, τη σοφή γυναίκα του χωριού»
Δεν ξέρουμε αν εκτός από τη μάγισσα πήγε και ο γιατρός αλλά ο πατέρας του πέθανε και τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο δύσκολα για τον Χανς που δεν ήταν γραφτό του ούτε γραμματική, ούτε ορθογραφία να μάθει, ούτε να γίνει ηθοποιός. Όμως το πάθος του, η ορμή του, η τρέλα του, η επιμονή αυτού του παράξενου αγοριού ήταν η αφορμή να τον προσέξουν και να το στείλουν με υποτροφία σε κάποιο σχολείο όπου είχε συμμαθητές πολύ μικρότερούς του.
Με πολλά βάσανα ο Άντερσεν κατάφερε να τελειώσει το σχολείο στα 23 του χρόνια. Αυτά τα χρόνια του σχολείου ήταν τα πιο πικρά και τα πιο σκοτεινά της ζωής μου, έγραψε αργότερα ο Άντερσεν
Κι ύστερα με το απολυτήριο στο χέρι έτρεξε πάλι να κάνει τα όνειρα του πραγματικότητα. Αλλά το σανίδι δεν τον ήθελε, είπε να γίνει τραγουδιστής αλλά έχασε τη φωνή του και τότε άρχισε να γράφει με μανία, μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα, θεατρικά έργα, λιμπρέτα και τίποτα φοβερό δεν γινόταν, ερωτεύεται με πάθος, μια μπαλαρίνα, μιαν ηθοποιό, μια σοπράνο και καμιά δεν τον θέλει, σαν τρελός ο ψηλέας με την μεγάλη μύτη στέκεται όταν βρίσκεται με κόσμο στο κέντρο κι αρχίζει να απαγγέλλει τα γραφτά του και όλοι τον βαριούνται και τον αποφεύγουν ώσπου κάποια στιγμή συναντιέται επιτέλους με το πεπρωμένο του και γράφει τα πρώτα του παραμύθια που πέταξαν παντού γιατί η ζωή φαίνεται του το χρωστούσε κι αγαπήθηκαν τα παραμύθια του αμέσως από μικρούς και μεγάλους σε όλο τον κόσμο και σε όλες τις εποχές.
Και στα παραμύθια του, όλα τα πάντρεψε, τα απραγματοποίητα όνειρα του πατέρα του και το πάθος του για τις λέξεις και τη γνώση, τη σκοτεινή σκέψη της μητέρας του με τις μάγισσες και τα μέντιουμ, τις απογοητεύσεις που έζησε, τη σκληρότητα και τη φτώχεια, την προσπάθεια, το πάθος, τον έρωτα που δεν χάρηκε. Κι απ΄ όλα αυτά που δεν έζησε έκανε τα ομορφότερα παραμύθια που μεγάλωσαν πολλά παιδιά στον κόσμο όλο. Κι έτσι ο μικρός καχεκτικός Χανς κατάφερε να φέρει τον κόσμο όλο πάνω κάτω και να αποδείξει πως το πάθος είναι μαγικό.
Τότε ήταν που κατάλαβε πως το να ταξιδεύεις σημαίνει να ζεις. Κι αφού γυναίκα, φίλους και παιδιά δεν είχε άρχισε να κάνει πολλά ταξίδια και να γεμίζει τα ημερολόγια του. Και στα ταξίδια του συναντούσε σπουδαίους, φτωχούς αλλά και άλλους παραμυθάδες όπως τους αδελφούς Γκριμ στη Γερμανία και τον Ντίκενς στην Αγγλία. Μάλιστα ο Ντίκενς τον κάλεσε για λίγες μέρες στο εξοχικό του αλλά αυτός κάθισε για 5 βδομάδες και δεν έλεγε να φύγει. Στον καθρέφτη εκείνου του ξενώνα βρέθηκε μια κάρτα που έλεγε: “Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν κοιμήθηκε σ΄ αυτό το δωμάτιο δυο βδομάδες που φάνηκαν στην οικογένεια Ντίκενς αιώνες”. Τι περίεργο αυτόν που τόσο δυσκολευόταν με τους ανθρώπους τα παιδιά τον λάτρευαν σε όλο τον κόσμο. Για τα παιδιά ήταν ένας άγγελος που έγραφε τις πιο ωραίες ιστορίες.
Σ΄ ένα από τα ταξίδια του είναι στο πλοίο που από την Μάλτα θα τον φέρει στην Ελλάδα. Έχει πλάκα κάτι που θυμάται ο ίδιος στο ημερολόγιο του. Ταξίδευε με 7 Ισπανούς καλόγερους. Για όλους αυτούς ο Άντερσεν ήταν κάποιος που ταξίδευε από τον Βορρά. Ένας καλόγερος τον ρώτησε από που έρχεται κι ο Άντερσεν είπε από την Δανία “Από την Δανία; είστε δηλαδή Αμερικανός;” “ όχι η Αμερική είναι πολύ μακριά καμιά σχέση με την Δανία. Είναι από την άλλη μεριά” είπε ο Άντερσεν. Ο καλόγερος όμως επέμενε “Δεν είναι μακριά, δεν είναι μακριά”
Και στ΄ αλήθεια δεν είναι μακριά γιατί τα παραμύθια του ένωσαν όλο τον κόσμο. Από την Ανατολή στη Δύση, από τον Βορρά στο Νότο. Κι όπως στα παραμύθια του όλα μπορούν να συμβούν έτσι και στη ζωή ο μικρός Χανς που δεν είχε να φάει, τάισε τα παιδιά όλου του κόσμου.
Ακριβώς μια μέρα σαν και σήμερα 2 Απριλίου του 1841 ο Άντερσεν γιόρτασε τα γενέθλιά του το πρωί με μια βόλτα στο βράχο της Ακρόπολης. Κι επειδή του άρεσε τόσο πολύ, το βράδυ ξανανέβηκε και πριν κοιμηθεί σημείωσε στο ημερολόγιο του:
«Κατέβηκα από την Ακρόπολη και στάθηκα στο θέατρο του Ηρώδη. Ένας βοσκός έβοσκε εκεί κοντά τα πρόβατά του. Μερικά πεντάχρονα ελληνόπουλα μου έριξαν μια πέτρα και μετά έτρεξαν να κρυφτούν.»
Λίγες μέρες μετά στις 20 Απριλίου γερμένος στην κουπαστή του πλοίου γράφει στο ημερολόγιο του: «Είμαι λυπημένος, αισθάνομαι σα στο σπίτι μου εδώ» Υποσχέθηκε πως θα ρθει ξανά σ΄ αυτούς τους μαγικούς τόπους, Σπάρτη, Μυκήνες, Δελφούς που και μόνο το όνομά τους έκανε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά.
Στις 4 Αυγούστου του 1875 στην Κοπεγχάγη παιδιά συνόδευαν τον μοναχογιό ενός τσαγκάρη και μιας πλύστρας στην τελευταία του κατοικία. Κι από τότε 200 χρόνια και βάλε δεν σταμάτησαν ποτέ να τον ευχαριστούν που έγραψε τόσα παραμύθια για να ζούμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα