Μια φορά κι έναν καιρό ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Μια φορά κι έναν καιρό πριν από πολλά πολλά χρόνια πάνω από 200, μια μέρα σαν και σήμερα σε μια πόλη της Δανίας γεννήθηκε ο Χανς. Ο μπαμπάς του παρόλο που ονειρευόταν να σπουδάσει και να διαβάσει πολλά βιβλία και παρόλο που όλο περηφανευόταν πως ήταν από σπουδαία βασιλική γενιά η αλήθεια ήταν πως ένας άμοιρος τσαγκάρης ήταν που δύσκολα τα έφερνε πέρα.

Η μαμά του ήταν πλύστρα κι όσο ο άντρας της είχε σε εκτίμηση τα βιβλία αυτή δεν τα λιμπιζόταν καθόλου. Εντελώς αμόρφωτη πίστευε σε όλες τις δεισιδαιμονίες

Ο μικρούλης Χανς αδύναμος και καχεκτικός προσπαθούσε να τα χωρέσει όλα στο κεφάλι του, τη φανταστική βασιλική γενιά του μπαμπά του και τις σκοτεινές σκέψεις της μαμάς του. Από μικρός όμως αποφάσισε να γίνει σπουδαίος.
Ο πατέρας του, τού διάβαζε παραμύθια από τις Χίλιες και μια νύχτες, τον Λαφοντέν και τον πήγαινε στο κουκλοθέατρο. Ο μικρός Χανς μάζευε τα προγράμματα θεάτρου κι αυτό ήταν το παιχνίδι του. Καθόταν σε μια γωνιά και φανταζόταν ολόκληρα έργα πίσω από έναν τίτλο. Ύστερα έφτιαχνε μόνος του τις κούκλες, τις έντυνε και τις ετοίμαζε για τις παραστάσεις του

Ήταν 7 χρονών όταν πήγε σε κανονικό θέατρο κι εκεί συνάντησε μια από τις διασημότερες ηρωίδες του, τη μικρή γοργόνα. Άρχισε να πηγαίνει κρυφά στο θέατρο κάθε μέρα και τον έμαθαν όλοι οι εργαζόμενοι και τον πείραζαν. Ο Άντερσεν όμως τότε ήθελε να γίνει ηθοποιός και η μαμά του ρώτησε ένα μέντιουμ που της είπε πως ο γιος της θα γίνει μεγάλος και τρανός κι έτσι δέχτηκε το τρελό όνειρο του γιου της.

Μα μήπως έπρεπε πρώτα να πάει σχολείο; Να μορφωθεί; ήταν 11 χρονών όταν ο πατέρας του έπεσε στο κρεβάτι πολύ άρρωστος. Η μητέρα του τού ζήτησε να τρέξει να φέρει βοήθεια και θύμωσε όταν ο Χανς ξεκίνησε να πάει στο γιατρό. «Ποιο γιατρό» θα του είπε «την μάγισσα να πας να φέρεις, τη σοφή γυναίκα του χωριού»

Δεν ξέρουμε αν εκτός από τη μάγισσα πήγε και ο γιατρός αλλά ο πατέρας του πέθανε και τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο δύσκολα για τον Χανς που δεν ήταν γραφτό του ούτε γραμματική, ούτε ορθογραφία να μάθει, ούτε να γίνει ηθοποιός. Όμως το πάθος του, η ορμή του, η τρέλα του, η επιμονή αυτού του παράξενου αγοριού ήταν η αφορμή να τον προσέξουν και να το στείλουν με υποτροφία σε κάποιο σχολείο όπου είχε συμμαθητές πολύ μικρότερούς του.

Με πολλά βάσανα ο Άντερσεν κατάφερε να τελειώσει το σχολείο στα 23 του χρόνια. Αυτά τα χρόνια του σχολείου ήταν τα πιο πικρά και τα πιο σκοτεινά της ζωής μου, έγραψε αργότερα ο Άντερσεν

Κι ύστερα με το απολυτήριο στο χέρι έτρεξε πάλι να κάνει τα όνειρα του πραγματικότητα. Αλλά το σανίδι δεν τον ήθελε, είπε να γίνει τραγουδιστής αλλά έχασε τη φωνή του και τότε άρχισε να γράφει με μανία, μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα, θεατρικά έργα, λιμπρέτα και τίποτα φοβερό δεν γινόταν, ερωτεύεται με πάθος, μια μπαλαρίνα, μιαν ηθοποιό, μια σοπράνο και καμιά δεν τον θέλει, σαν τρελός ο ψηλέας με την μεγάλη μύτη στέκεται όταν βρίσκεται με κόσμο στο κέντρο κι αρχίζει να απαγγέλλει τα γραφτά του και όλοι τον βαριούνται και τον αποφεύγουν ώσπου κάποια στιγμή συναντιέται επιτέλους με το πεπρωμένο του και γράφει τα πρώτα του παραμύθια που πέταξαν παντού γιατί η ζωή φαίνεται του το χρωστούσε κι αγαπήθηκαν τα παραμύθια του αμέσως από μικρούς και μεγάλους σε όλο τον κόσμο και σε όλες τις εποχές.

Και στα παραμύθια του, όλα τα πάντρεψε, τα απραγματοποίητα όνειρα του πατέρα του και το πάθος του για τις λέξεις και τη γνώση, τη σκοτεινή σκέψη της μητέρας του με τις μάγισσες και τα μέντιουμ, τις απογοητεύσεις που έζησε, τη σκληρότητα και τη φτώχεια, την προσπάθεια, το πάθος, τον έρωτα που δεν χάρηκε. Κι απ΄ όλα αυτά που δεν έζησε έκανε τα ομορφότερα παραμύθια που μεγάλωσαν πολλά παιδιά στον κόσμο όλο. Κι έτσι ο μικρός καχεκτικός Χανς κατάφερε να φέρει τον κόσμο όλο πάνω κάτω και να αποδείξει πως το πάθος είναι μαγικό.

Τότε ήταν που κατάλαβε πως το να ταξιδεύεις σημαίνει να ζεις. Κι αφού γυναίκα, φίλους και παιδιά δεν είχε άρχισε να κάνει πολλά ταξίδια και να γεμίζει τα ημερολόγια του. Και στα ταξίδια του συναντούσε σπουδαίους, φτωχούς αλλά και άλλους παραμυθάδες όπως τους αδελφούς Γκριμ στη Γερμανία και τον Ντίκενς στην Αγγλία. Μάλιστα ο Ντίκενς τον κάλεσε για λίγες μέρες στο εξοχικό του αλλά αυτός κάθισε για 5 βδομάδες και δεν έλεγε να φύγει. Στον καθρέφτη εκείνου του ξενώνα βρέθηκε μια κάρτα που έλεγε: “Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν κοιμήθηκε σ΄ αυτό το δωμάτιο δυο βδομάδες που φάνηκαν στην οικογένεια Ντίκενς αιώνες”. Τι περίεργο αυτόν που τόσο δυσκολευόταν με τους ανθρώπους τα παιδιά τον λάτρευαν σε όλο τον κόσμο. Για τα παιδιά ήταν ένας άγγελος που έγραφε τις πιο ωραίες ιστορίες.

Σ΄ ένα από τα ταξίδια του είναι στο πλοίο που από την Μάλτα θα τον φέρει στην Ελλάδα. Έχει πλάκα κάτι που θυμάται ο ίδιος στο ημερολόγιο του. Ταξίδευε με 7 Ισπανούς καλόγερους. Για όλους αυτούς ο Άντερσεν ήταν κάποιος που ταξίδευε από τον Βορρά. Ένας καλόγερος τον ρώτησε από που έρχεται κι ο Άντερσεν είπε από την Δανία “Από την Δανία; είστε δηλαδή Αμερικανός;” “ όχι η Αμερική είναι πολύ μακριά καμιά σχέση με την Δανία. Είναι από την άλλη μεριά” είπε ο Άντερσεν. Ο καλόγερος όμως επέμενε “Δεν είναι μακριά, δεν είναι μακριά”

Και στ΄ αλήθεια δεν είναι μακριά γιατί τα παραμύθια του ένωσαν όλο τον κόσμο. Από την Ανατολή στη Δύση, από τον Βορρά στο Νότο. Κι όπως στα παραμύθια του όλα μπορούν να συμβούν έτσι και στη ζωή ο μικρός Χανς που δεν είχε να φάει, τάισε τα παιδιά όλου του κόσμου.

Ακριβώς μια μέρα σαν και σήμερα 2 Απριλίου του 1841 ο Άντερσεν γιόρτασε τα γενέθλιά του το πρωί με μια βόλτα στο βράχο της Ακρόπολης. Κι επειδή του άρεσε τόσο πολύ, το βράδυ ξανανέβηκε και πριν κοιμηθεί σημείωσε στο ημερολόγιο του:

«Κατέβηκα από την Ακρόπολη και στάθηκα στο θέατρο του Ηρώδη. Ένας βοσκός έβοσκε εκεί κοντά τα πρόβατά του. Μερικά πεντάχρονα ελληνόπουλα μου έριξαν μια πέτρα και μετά έτρεξαν να κρυφτούν.»

Λίγες μέρες μετά στις 20 Απριλίου γερμένος στην κουπαστή του πλοίου γράφει στο ημερολόγιο του: «Είμαι λυπημένος, αισθάνομαι σα στο σπίτι μου εδώ» Υποσχέθηκε πως θα ρθει ξανά σ΄ αυτούς τους μαγικούς τόπους, Σπάρτη, Μυκήνες, Δελφούς που και μόνο το όνομά τους έκανε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά.

Στις 4 Αυγούστου του 1875 στην Κοπεγχάγη παιδιά συνόδευαν τον μοναχογιό ενός τσαγκάρη και μιας πλύστρας στην τελευταία του κατοικία. Κι από τότε 200 χρόνια και βάλε δεν σταμάτησαν ποτέ να τον ευχαριστούν που έγραψε τόσα παραμύθια για να ζούμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα

Μία ιστορία που θα μας χωράει όλους

Σε μια πολιτεία που ήταν και δεν ήταν, ζούσε στον 128ο όροφο μιας πολυκατοικίας που χανόταν στα σύννεφα, ένα αγόρι μ’ ένα παράξενο σημάδι στο χέρι, ίδιο με αστέρι. Γι’ αυτό το λόγο όλοι τον φώναζαν Αστέριο.

Ο Αστέριος έβλεπε τα βράδια παράξενα όνειρα: Ότι είχε δυο δίδυμες αδελφές που πάντοτε τις μπέρδευε, ότι τον κυνηγούσαν συννεφοκούνελα και ψηλόγατες, ότι στους 128 ορόφους του κτιρίου του μέναν 128 συγγενείς, γιαγιάδες, παππούδες, θείες και θείοι, ότι μια παρέα χελώνες τον χειροκροτούσαν δίχως να ξέρει γιατί…

Πολλά παράξενα όνειρα έβλεπε ο Αστέριος αλλά χτες είδε το πιο παράξενο: είχε κατέβει λέει με το ασανσέρ -μια ολόκληρη ώρα κατέβαινε-, κι έφτασε κάτω στο πεζοδρόμιο που έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα.

Ο Αστέριος ξύπνησε τρομαγμένος. Κοίταξε ψηλά και είδε τον ουρανό γεμάτο σύννεφα. Ουφ, ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Έφαγε το πρωινό του κι άδειασε τη μαρμελάδα φράουλα στο ψωμί του. Ύστερα φόρεσε το κόκκινο σακάκι του και άνοιξε την πόρτα.
«Σλικ» φώναξε κι ένας χαμαιλέοντας βγήκε κάτω από το μαξιλάρι κι αμέσως έγινε κατακόκκινος.
«Καλά Σλικ δεν χρειάζεται να αλλάζεις χρώματα όταν είμαστε μόνοι μας».
Ο χαμαιλέοντας έβγαλε τη γλώσσα του και ρούφηξε μια φράουλα που είχε μείνει στο τραπέζι. «Ποτέ δεν ξέρεις φίλε» ήθελε να του πει αλλά νύσταζε ακόμα και βυθίστηκε στην τσέπη του κόκκινου σακακιού.

Ο Αστέριος άνοιξε την πόρτα του ασανσέρ αλλά μετάνιωσε. Πλάκα είχε να έβγαινε το όνειρο αληθινό και να έμενε μία ώρα κλεισμένος μέσα εκεί. Άρχισε λοιπόν να κατεβαίνει με τις σκάλες ενώ ο Σλικ στην τσέπη του ετοιμαζόταν να ξεράσει την φράουλα που είχε καταπιεί αμάσητη. Ο Αστέριος έφτασε στην πόρτα της πολυκατοικίας. Όταν βγήκε στο δρόμο, τα αυτοκίνητα έτρεχαν όπως πάντα σαν τρελά. Με προσοχή πέρασε απέναντι στην πλατεία με τις λεμονιές.

Στο πεζοδρόμιο τον προσπέρασε τρεχάτος ένας κύριος που είχε καλυμμένο το ένα μάτι του και μιλούσε δυνατά: «Το πλοίο ΤΟΥΛΙΠΑ περιμένει στο λιμάνι».

Ο Αστέριος χαμογέλασε. Όλα τα περίεργα συμβαίνουν σ’ αυτόν ή μήπως αυτός τα βλέπει έτσι;
Ένας ωραίος ήλιος αγκάλιαζε τις λεμονιές της πλατείας. Τα φύλλα των δέντρων έμοιαζαν με αστέρια. Σκέψου τώρα, μονολόγησε, να ήταν τα λεμόνια αστέρια, να έκοβες ένα και να σε πήγαινε όπου ήθελες… Τέλεια ιδέα. Λεμόνια αστέρια -ταξί για ειδικές περιπτώσεις!

Έβγαλε το σημειωματάριο του, μετακίνησε λίγο τον Σλικ και σημείωσε την ιδέα του. Εκείνη τη στιγμή άκουσε μια φωνή: «Μελίνααααα βιάσου. Έφυγα». Γύρισε και είδε δυο μακριές κοτσίδες να χοροπηδάνε στην πλάτη ενός κοριτσιού. Το κορίτσι έτρεχε αλλά από την τσέπη του πολύχρωμου φουστανιού της ο Αστέριος είδε κάτι να πέφτει κάτω. Λεμόνι ή αστέρι;

Πλησίασε και είδε μια κατακίτρινη σβούρα. Την πήρε στα χέρια του κι έτρεξε προς τα εκεί που έφυγε το κορίτσι. Βγήκε στον μεγάλο δρόμο και τον βρήκε εντελώς άδειο. Ούτε αυτοκίνητα, ούτε κοτσίδες. «Τι συμβαίνει;» σκέφτηκε. «Πώς άδειασε ξαφνικά ο δρόμος;», όταν πρόσεξε πέρα μακριά, στο απέναντι πεζοδρόμιο μια άκρη από το παρδαλό φόρεμα του κοριτσιού να χάνεται σ’ ένα στενό. «Εεεε» φώναξε αλλά το κορίτσι δεν γύρισε. «Μελίναααα» φώναξε τ’ όνομά της, αλλά το κορίτσι είχε στρίψει στην γωνία.
Έτρεξε τότε ο Αστέριος να την προλάβει….

Έτρεξε τότε ο Αστέριος να την προλάβει. Έστριψε στη γωνία και είδε το κορίτσι να ανεβαίνει σ’ ένα καράβι «Άντε Μελίνα» ακούστηκε μια αγριοφωνάρα από ψηλά από την κουπαστή κι ο Αστέριος γύρισε και είδε τον άντρα με το καλυμμένο μάτι και στην πλώρη του καραβιού το όνομα του ΤΟΥΛΙΠΑ. Πλησίασε ο Αστέριος ενώ το κορίτσι έπιασε τα σχοινιά για να ανέβει στην πλωτή ξύλινη σκάλα. Την πρόλαβε «Μελίνα» φώναξε και τότε είδε ανάμεσα στις πλεξούδες της το ίδιο αστέρι με το δικό του. Η Μελίνα γύρισε ξαφνικά και τον κοίταξε με απορία. «Έχω την σβούρα σου» της είπε ο Αστέριος ενώ ένιωσε την σκάλα να υψώνεται πάνω από το λιμάνι. Ετοιμαζόταν να πηδήξει πίσω όταν ένιωσε το χέρι της Μελίνας να πιάνει το δικό του. «Έχεις το κλειδί;» «Ποιο κλειδί;». Εκείνη τη στιγμή ο Σλικ έβγαλε το κεφάλι του «την σβούρα εννοεί, τελείωνε» Την ίδια στιγμή ένα βατραχάκι εμφανίστηκε στην τσέπη της Μελίνας «με πειράζει το ταξίδι, εσάς;» ρώτησε. «Μπαρκάρουμε!» είπε ευχαριστημένος ο μικρός χαμαιλέοντας. Η ΤΟΥΛΙΠΑ έπλεε ήδη με ανοιχτά πανιά προς το άγνωστο

Ανεβαίνοντας πάνω στο πλοίο ο Αστέριος διαπίστωσε ότι δεν ήταν ένα συνηθισμένο πλοίο. Έχει πολύχρωμα πανιά, γλάστρες με τουλίπες στο κατάστρωμα, ενώ σε όλες τις επιφάνειες είχε ζωγραφισμένους δράκοι με διάφορα χρώματα και σχέδια. Το κατάστρωμα ήταν βαμμένο ένα έντονο πορτοκαλί, από το οποίο ξεπηδούσαν κίτρινες φωτεινές γραμμές σαν φλόγες.

Ο Αστέριος έμεινε έκπληκτος να παρατηρεί το πλήρωμα που του συστηνόταν: 
Ο λοστρόμος Μπαμπίμπ από το Σουδάν, γκρινιάρης αλλά δουλευταράς,
ο ασυρματιστής γιατρός Δημητρώφ από τη Ρωσία, αγέλαστος και σοβαρός,
ο μάγειρας Νικόλας από τον Πειραιά, με ποδιά και μπαντάνα,
ο γερο-θηριοδαμαστής Μπιντέν από τη Μαδαγασκάρη, με στριφογυριστό μουστάκι και αραιά γένια,
οι δίδυμοι νάνοι Ντιν και Νταν από τη Νάρνια, ντυμένοι με ίδια ρούχα και ίδιο καπέλο, 
κι ο καπετάνιος, ψηλός και στιβαρός, που είχε στον ώμο του αντί για παπαγάλο, μια λευκή ανοιχτομάτα κουκουβάγια.

Σύντομα ο Αστέριος πρόσεξε ότι ο καθένας τους έχει για παρέα του ένα ζωάκι. Άλλος ένα καναρίνι, άλλος μια νυχτερίδα, ένα σαλιγκάρι, μια μύγαλη, ένα πόσσουμ, ένα μικροσκοπικό κοάλα… 

Σε λίγο ο Νικόλας ο μάγειρας φώναξε: «Ώρα για μεσημεριανό! Σήμερα έχουμε βραστό μπακαλιάρο. Πρώτα να έρθουν τα κορίτσια» Ποια κορίτσια, αναρωτήθηκε ο Αστέριος κοιτώντας την Μελίνα. Έχει κι άλλα κορίτσια εδώ; 
Και τότε, πρόσεξε σε μια πισίνα στην πρύμνη του πλοίου μια παρέα από γοργόνες να ταράζουν χαρούμενα τα νερά.  
“Όρτσα τα πανιά!» φώναξε ο καπετάνιος. «Βάζουμε πλώρη για το νησί του φιδιού!” 
 

Ενώ η «Τουλίπα» ταξιδεύει ας δούμε κάποια μυστικά του πληρώματος που θα μας φανούν χρήσιμα στον δρόμο…
Ο Νικόλας ο μάγειρας έχει ένα καναρίνι για να του τραγουδάει όσο μαγειρεύει. Το καναρίνι είναι πολύ λαίμαργο και του το χάρισε η μαμά του για να του κρατάει συντροφιά και να του θυμίζει να τρώει,  
 
Ο ασυρματιστής έχει τη νυχτερίδα, πρώτον γιατί ταιριάζουν στις ώρες τους και δεύτερον γιατί η νυχτερίδα τον βοηθάει να πιάνει τις συχνότητες και τα σήματα από τα άλλα καράβια
 
Ο λοστρόμος έχει το σαλιγκάρι γιατί όταν ο ένας καθαρίζει ο άλλος γυαλίζει
 
Οι δίδυμοι Ντιν και Νταν έχουν το πόσουμ και το κοάλα γιατί κι αυτά μοιάζουν πολύ μεταξύ τους.
 
Ο Μπιντέν, ο γερο-θηριοδαμαστής, έχει τη μυγαλή που την βρήκε κάποτε να περιφέρεται στα βουνά της Κρήτης, ξένη ανάμεσα σε ξένα ζώα. Κι επειδή ο Μπιντέν ένιωθε ακριβώς έτσι με το επάγγελμα που τον είχε υποχρεώσει να ακολουθήσει ο διάσημος θηριοδαμαστής πατέρας του -ξένος ανάμεσα σε ξένους καθώς δεν του άρεσε καθόλου να βασανίζει τα ζωάκια- αποφάσισε να κλεφτεί με τη μυγαλή και να μπαρκάρουν. Αλλά να σας πω κάτι; Μπορεί η μυγαλή να μοιάζει με ποντίκι, αλλά το όνομά της άλλα μαρτυράει: «μυς», που πάει να πει ποντίκι και «γαλή», που πάει να πεί γάτα. Δηλαδή είναι η γάτα των ποντικών. Μπιντέν και μυγαλή είναι πραγματικά ένα αχτύπητο δίδυμο!
 
Όσο για το “νησί του φιδιού”, θα σας πω τι είναι: Είναι ένα νησί που έχει σχήμα φιδιού (κάποιοι λένε πως είναι ένα αρχαίο, τεράστιο φίδι που απολιθώθηκε με τον καιρό). Στο σημείο που είναι το κεφάλι του φιδιού, υψώνεται ένας πελώριος κόκκινος βράχος. Από κάτω του λένε πως είναι κρυμμένο το “παλιό δέρμα” του αρχαίου φιδιού. Κι όποιος το πάρει αυτό, θα γιατρεύει, λένε, όλες τις αρρώστιες του κόσμου! Μόνο που…
 
Μόνο που κάποιοι φυλάνε το παλιό αυτό δέρμα. Κάποιοι που είναι πολύ επικίνδυνοι και μόνο αν ζώα και άνθρωποι στο καράβι ενώσουν τις δυνάμεις τους με τη μαγική σβούρα της Μελίνας, θα καταφέρουν να το αποκτήσουν. 

Στην βιβλιοθήκη του καπετάνιου, ο Ντιν με το πόσουμ του, ο Αστέριος και η Μελίνα είναι βυθισμένοι σε αρχαία συγγράματα. Δίπλα τους ο καπετάνιος και το πλήρωμα τους κοιτούν με αγωνία.
“Εδώ ο θρύλος λέει ότι το φίδι είχε μαγικές ιδιότητες και ότι ήταν βασιλιάς του νησιού” λέει το πόσουμ. 
“Ναι αλλά ποιες είναι οι μαγικές ιδιότητες; Μήπως μένεις για πάντα νέος και ωραίος;” αναρωτιέται ο Ντιν κοιτώντας  τα ζαρωμένα μούτρα του στον καθρέφτη.  
“Το νησί λέγεται Σερπενβίλ και οι κάτοικοι του είναι μισοί άνθρωποι, μισοί φίδια” λέει η Μελίνα. 
«Φιδάνθρωποι, λοιπόν!» συμπληρώνει ο Αστέριος.

Τότε ακούστηκε η φωνή του καπετάνιου: 
“Αφού είμαστε τόσοι εδώ, καλό είναι να βοηθήσουμε όλοι. Εσύ καναρίνι, θα μαγέψεις τους φιδάνθρωπους με το τραγούδι σου. Εσύ Μπιντέν, παλιέ μου φίλε, καιρός να θυμηθείς την παλιά σου τέχνη και να βοηθήσεις λίγο παραπάνω. Οι υπόλοιποι πρέπει να σηκώσετε τον κόκκινο βράχο! 
Εσύ, νυχτερίδα θα μπεις πρώτη για να δείξεις τον δρόμο στο σκοτάδι. Ντιν και Νταν επειδή είστε λίγο αργοί, θα σας κουβαλήσουν το πόσουμ και το κοάλα. Και για να μην χαθούμε, σαλιγκάρι θα πηγαίνεις τελευταίος και θα αφήνεις σάλια για να ξαναβρούμε το δρόμο της επιστροφής. 
Ένας είναι ο δρόμος της νίκης: να κινηθούμε ομαδικά!”  
“Κι αν ο βράχος δεν κουνιέται, καπετάνιε;” 
“Έχουμε μαζί μας το κλειδί για όλα. Μόλις η Μελίνα βρει το μαγικό σημείο κι ακουμπήσει τη σβούρα, ο βράχος θα ξεκλειδώσει και θα μπορέσουμε να τον σηκώσουμε. Και τώρα σύντροφοι, πάτε να ξεκουραστείτε. Μας περιμένει δύσκολη αποστολή”. 
“Καπετάνιε” φώναξε ο λοστρόμος “Είναι αλήθεια ότι το αρχαίο δέρμα γιατρεύει τα πάντα;” 
Ο Καπετάνιος χαμογέλασε αινιγματικά. “Έτσι λέει ο θρύλος…” 
 
Δεκατέσσερεις μέρες και δεκατέσσερεις νύχτες περιπλανιόταν η «Τουλίπα» στις απέραντες θάλασσες που ήταν άλλοτε ήρεμες κι άλλοτε φουρτουνιασμένες, συναντώντας νησιά, βράχους και βραχονησίδες. Ώσπου μια νύχτα, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ακούστηκε η άγκυρα να γλιστράει απαλά στα νερά κι έπειτα ένας ψίθυρος που φώναζε σ’ όλους να ετοιμαστούν. Είχανε φτάσει!

Μια πυκνή ομίχλη κάλυπτε ολόκληρο του νησί του φιδιού κι έκανε τα βήματα των επισκεπτών να τρίζουν στο πυκνό χορτάρι. 
«Σσσστ, θα μας ακούσουν!» ακούστηκε ο καπετάνιος.
Άραγε να βρίσκονταν κοντά στον προορισμό τους ή μήπως μάταια περπατούσαν; 
«Πάμε καλά, καπετάνιο» είπε ο λοστρόμος Μπαμπίμπ εξετάζοντας για μια στιγμή το χάρτη με το φακό του. «Αυτός ο σκοτεινός όγκος μπροστά μας, πρέπει να είναι το φοινικόδασος. Αν το διασχίσουμε προσεκτικά, θα βρεθούμε στον κόκκινο βράχο».
«Κι οι Φιδάνθρωποι;» είπε ανήσυχη η Μελίνα. 
Ο Ντιν και ο Νταν ένιωσαν μια ανατριχίλα να διατρέχει την ραχοκοκαλιά τους. Και μόνο η σκέψη των Φιδάνθρωπων τους έκανε να τρέμουν από το φόβο τους. Πράγματι, σε λίγο η παρέα περπατούσε προσεκτικά μέσα στο φοινικόδασος. 
«Δεν σας φαίνεται πως κάτι ακούγεται από μακριά;» είπε μια στιγμή ο Αστέριος που ένιωθε το αστέρι στο χέρι του να τον γαργαλάει, σημάδι πως πλησίαζε ένας κίνδυνος. 
Πράγματι, σε λίγο όλοι μπορούσαν να ακούσουν καθαρά ταμπούρλα και φωνές. 
«Τι κάνουμε;» ρώτησε ο Μπιντέν, ο πρώην θηριοδαμαστής προσπαθώντας να συγκρατήσει τη μυγαλή που έδειχνε μεγάλη περιέργεια γι αυτό που γινόταν εκεί κοντά. 
«Άστη ν’ ανέβει στο φοίνικα, να μας πει τι βλέπει» είπε ο καπετάνιος και μια και δυο, η μυγαλή βρέθηκε στην κορυφή του πλησιέστερου φοίνικα. 
«Βλέπω φωτιές στη ρίζα ενός θεόρατου βράχου και τους φιδανθρώπους να χορεύουν γύρω τους με αλαλαγμούς» ανάφερε η μυγαλή. 
«Και πώς είναι οι φιδάνθρωποι;» ρώτησε φοβισμένη η Μελίνα. 
«Άλλοι έχουν ανθρώπινο πρόσωπο και ουρά φιδιού, άλλοι φιδίσιο κεφάλι και πόδια ανθρώπου»
«Μαμά μου!» έκαναν ο Ντιν και ο Νταν και αγκαλιάστηκαν με τα ζωάκια τους. 
«Τι άλλο κάνουν;» ρώτησε ο καπετάνιος που έδειχνε να κρατάει την ψυχραιμία του. 
«Προσκυνούν τον κόκκινο βράχο, πίνουν ένα υγρό από φιδόμορφα μπουκάλια κι έπειτα πηδούν τις φωτιές». 
«Χμμμ» έκανε σκεφτικός ο Μπιντέν. «Μάλλον θα είναι κάποια τελετή προς τιμή του αρχαίου φιδιού»
Στα λόγια αυτά, όλοι στην παρέα ένιωσαν να τους διαπερνά κρύος ιδρώτας. Είχαν φτάσει στο νησί τη χειρότερη στιγμή!

«Θαυμάσια!» έτριψε χαρούμενος τα χέρια του ο καπετάνιος. Φτάσαμε την πιο κατάλληλη στιγμή!».
Όλοι γύρισαν και τον κοίταξαν παραξενεμένοι. Τι ήταν αυτά που έλεγε;
«Θα κουραστούν από τον χορό, θα ζαλιστούν απ’ το ποτό, θα μεθύσουν από την κάπνα και σύντομα θα πέσουν σε λήθαργο!» 
«Σωστά!» πετάχτηκε ο ασυρματιστής, ο Δημητρώφ. «Έτσι θα έχουμε όλο τον χρόνο δικό μας για να πάρουμε το δέρμα του αρχαίου φιδιού και να φύγουμε δίχως καθυστερήσεις». 
Η νυχτερίδα του πέταξε νευρικά γύρω του και κάτι του ψιθύρισε στο αυτί. 
«Τι;» έκανε απορημένος ο Δημητρώφ. «Ψέματα μου λες!». 
«Τι σου είπε;» ρώτησαν όλοι με περιέργεια. 
«Η ομίχλη, λέει, την εμποδίζει να βρει το δρόμο. Νιώθει να πέφτει συνεχώς σε τοίχο».
«Δεν πειράζει» τους ενθάρρυνε ο καπετάνιος. «Θα βρούμε το δρόμο για αρχαίο δέρμα μόνοι μας. Αρκεί να έχουμε υπομονή!»
«Δηλαδή τώρα περιμένουμε;» έκανε ο Αστέριος που ένιωθε το αστέρι στο χέρι του να καίει. 
«Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε;»
«Κι αν μας βρουν οι φιδάνθρωποι;»
«Αποκλείεται! Αυτοί είναι αφοσιωμένοι τώρα στη λατρεία του ιερού φιδιού!» είπε με σιγουριά ο καπετάνιος, όταν ένιωσε πίσω του δυο μεγάλους όγκους να διαχωρίζουν την ομίχλη.
Όλα τα βλέμματα στράφηκαν προς τα εκεί και τότε ο Αστέριος κατάλαβε γιατί τον έκαιγε το αστέρι στο χέρι του. Η παρέα της «Τουλίπας» ήταν περικυκλωμένη από μια χούφτα φοβερούς φιδάνθρωπους. 
Πριν προλάβει ο Αστέριος να πει κιχ, ένιωσε το χαρχάλεμα του Σλικ στην τσέπη του, σημάδι πως ξεγλιστρούσε για να φύγει, κι είδε τη μυγαλή από ψηλά να κρύβεται στο φύλλωμα του φοίνικα. Έπειτα ένιωσε ένα στιγμιαίο τσίμπημα κι είδε την ομίχλη να τον ρουφάει, ακριβώς όπως είδαν και όλοι της παρέας. Όλοι εκτός από τον Σλικ, το χαμαιλέοντα και την ανήσυχη μυγαλή του γερο-θηριοδαμαστή. 

Όταν ο Αστέριος, η Μελίνα και το πλήρωμα της «Τουλίπας» άνοιξαν τα μάτια τους, βρίσκονταν κλεισμένοι σε μια βαθιά σπηλιά που την έκλεινε ένα παχύ στρώμα ομίχλης. Οι φωνές κι ο ήχος από τα τύμπανα είχαν πάψει και το μόνο που ακουγόταν ήταν το βουβό φύσημα του αέρα ανάμεσα στα σταγονίδια της ομίχλης. Το αστέρι στο χέρι του Αστέριου είχε πάψει να τον καίει. 
«Πού βρισκόμαστε;» ψέλλισε πρώτη η Μελίνα αφού φρόντισε να βεβαιωθεί ότι η σβούρα βρισκόταν ακόμα στην τσέπη της. 
«Στη σπηλιά του Αόρατου» ακούστηκε μια γερασμένη φωνή από την άλλη άκρη της σπηλιάς. 
«Ποιος είναι εκεί;» είπε απότομα ο καπετάνιος.
Ένας γερασμένος άντρας πλησίασε αργά την μισοζαλισμένη παρέα. «Είμαι ο μάγος Σαμάν» είπε κι έχω λόγια να σας πω…
Όσο ο μάγος μιλούσε στους φίλους μας, η μυγαλή κι ο Σλικ, ο χαμαιλέοντας, είχαν φέρει άνω κάτω το νησί για να βρουν την παρέα τους αλλά μάταια. Τι κι αν η γιορτή των φιδάνθρωπων είχε τελειώσει εδώ και ώρες, τι κι αν είχαν σβήσει οι φωτιές κι ο βράχος είχε μείνει αφύλακτος, τι κι αν ο ήλιος είχε διαλύσει επιτέλους την ομίχλη και μπορούσαν πια να διαπιστώσουν πως το νησί ήταν πανέμορφο -αυτοί που έψαχναν ήταν εξαφανισμένοι κι αυτοί δεν είχαν κανένα τρόπο να τους βρουν. 
«Τι κάνουμε τώρα;» είπε απελπισμένη η μυγαλή τσουλώντας από ένα φύλλο στο έδαφος για να συναντήσει τον Σλικ που μασουλούσε παχουλά έντομα ευχαριστημένος. 
«Περιμένουμε να ξυπνήσουν οι φιδάνθρωποι. Δεν μπορεί, κάποια κουβέντα θ’ ακούσουμε, κάποιος θα προδώσει, άθελά του, το μέρος όπου έχουν κρύψει τους φίλους μας».
Και περίμεναν… 
Περίμεναν…
Ώσπου η μυγαλή άκουσε τον πρώτο φιδάνθρωπο να σαλεύει κι αμέσως μετά τον δεύτερο, τον τρίτο -όλους. 
Αμέσως ο Σλικ πήρε την όψη του ροζιασμένου κορμού πάνω στον οποίον καθόταν, ενώ η μυγαλή κρύφτηκε πίσω από τα φυλλώματα. 
«Μα, αυτοί δεν είναι φιδάνθρωποι!» είπε έκπληκτος ο Σλικ βλέποντας όλους αυτούς που σάλευαν να σηκώνονται όρθιοι και να τρεχοβολάνε προς κάθε κατεύθυνση. «Είναι παιδιά!»       
*
«Παιδιά;» έκανε έκπληκτος ο καπετάνιος μέσα στη σπηλιά, μόλις ο μάγος Σαμάν τους αποκάλυψε την αλήθεια. «Θες να πεις ότι οι φιδάνθρωποι είναι παιδιά που μεταμορφώνονται τη νύχτα σε τέρατα και τη μέρα ξεχνούν τις πράξεις τους;»
«Ναι» είπε λυπημένος ο γερό Σαμάν. «Αυτή ήταν η κατάρα του δράκου. Τα χρησιμοποιεί για να φυλάνε το πολύτιμο αρχαίο δέρμα που του χαρίζει την εξουσία πάνω στο χρόνο».
«Και πώς μπορούμε να σπάσουμε την κατάρα;» ρώτησε ο λοστρόμος Μπαμπίμπ.
«Θα χρειαστεί ένα αγόρι με το σημάδι του νυχτερινού ουρανού στο χέρι να τοποθετήσει τη μαγική σβούρα στην τρύπα του ιερού βράχου» είπε ο γερό Σαμάν. «Τότε, λένε οι γραφές, θα σπάσουν τα μάγια, θα σκιστεί ο βράχος και θ’ αναπνεύσει το αρχαίο δέρμα. Τότε μόνο θα χάσει την εξουσία του ο δράκος κι όλα θα ξαναγίνουν όπως πριν».
Όλοι στράφηκαν προς τον Αστέριο. 
«Αυτό το σημάδι εννοείς;» έκανε το αγόρι αποκαλύπτοντας το αστέρι στο χέρι του. 
Ο γερό Σαμάν έμεινε να κοιτάει άφωνος εκείνον που προσδοκούσε να φτάσει δεκάδες χρόνια ώστε να ελευθερώσει τα παιδιά του νησιού από την κατάρα. 
«Να κι η σβούρα!» είπε η Μελίνα. «Πάμε να σπάσουμε την κατάρα!»
«Ναι, πάμε!» πετάχτηκαν ανακουφισμένοι ο Ντιν και ο Νταν κι έτρεξαν προς την είσοδο της σπηλιάς που εξακολουθούσε να την καλύπτει αδιαπέραστη ομίχλη. 
«Προσέξτε!» φώναξε ο γερό Σαμάν αλλά δεν τους πρόλαβε. Ο Ντιν και ο Νταν κουτούλησαν με φόρα πάνω στην αδιαπέραστη ομίχλη, έναν δυνατός ήχος αντήχησε μέσα στην σπηλιά κι αμέσως μετά βρίσκονταν πεσμένοι κάτω τρίβοντας τα πονεμένα κεφάλια τους. 
«Ωχ, ωχ ωχ!» έκαναν κι οι δυο ζαλισμένοι. 
«Ωχ ωχ ωχ!» έκαναν τα ζωάκια τους από δίπλα. 

«Αυτό είναι κάτι που δεν πρόλαβα να σας αναφέρω» είπε ο γερό Σαμάν στην παρέα σκύβοντας πάνω από τον Ντιν και τον Νταν που κοιτούσαν γύρω τους ζαλισμένοι. «Η είσοδος της σπηλιάς είναι σφραγισμένη από την καυτή ανάσα του δράκου και κανείς μέχρι τώρα δεν έχει καταφέρει να τη διαπεράσει. Υποψιάζομαι μάλιστα, πως είναι αυτή που μεταμορφώνει τους φυλακισμένους του σε φιδάνθρωπους τα βράδια, γιατί όλοι όσοι επισκέπτονται το νησί μένουν φυλακισμένοι εδώ τουλάχιστον δώδεκα ώρες κι έπειτα, όταν πέφτει η νύχτα μεταμορφώνονται σε φιδάνθρωπους. 
«Θες να πεις ότι κι εμείς θα μεταμορφωθούμε σε φιδάνθρωπους αν δεν βρούμε τρόπο να βγούμε έξω πριν πέσει η νύχτα;» ρώτησε ο καπετάνιος.
«Δυστυχώς» είπε σκύβοντας το κεφάλι ο γερο μάγος. «Κι αν συμβεί αυτό, καμιά σβούρα και κανένα μαγικό χέρι δεν πρόκειται να νικήσουν τον δράκο!»
«Και πώς θα καταφέρουμε να τρυπήσουμε την αδιαπέραστη ανάσα πριν είναι αργά;» ρώτησε η Μελίνα.
«Αυτό δεν έχω καταφέρει να το ανακαλύψω» είπε απογοητευμένος ο μάγος. «Η ανάσα του δράκου είναι πανίσχυρη και κανένα ξόρκι δεν πιάνει πάνω της. Το μόνο που γνωρίζω, είναι μια αρχαία προφητεία που λέει πως θα χρειαστεί το μελωδικό κελάηδημα κίτρινου πουλιού και το άγγιγμα αόρατου δράκου, μικροσκοπικού.»
«Να το κίτρινο πουλί!» πετάχτηκε ο μάγειρας δείχνοντας ενθουσιασμένος το καναρίνι του που στεκόταν πάνω σ’ ένα βράχο, κοντά στην οροφή της σπηλιάς.
«Ναι!» αναθάρρησαν όλοι. «Το καναρίνι είναι κίτρινο, έχει μελωδική φωνή -είναι αυτό που ζητάμε!»
«Κι ο δράκος;» αναρωτήθηκε ο Μπαμπίμπ. «Πού θα βρεθεί αόρατος δράκος;»
Οι φίλοι απόμειναν να κοιτιούνται απογοητευμένοι. Κάποιοι είχαν αρχίσει κιόλας να σκέφτονται τη ζωή τους ως φιδάνθρωποι τις νύχτες και παιδιά το πρωί. Πώς θα ένιωθαν άραγε; Θα θυμόντουσαν άραγε την περασμένη τους ζωή; Και τα ζωάκια τους, τι θα απογίνονταν; Θα τους έκαναν άραγε παρέα, ή θα τρόμαζαν με τη φιδίσια μορφή τους και θα κρύβονταν για πάντα στη ζούγκλα του νησιού; Τι απογοήτευση!
«Για μια στιγμή!» είπε διστακτικά ο Αστέριος. «Νομίζω πως έχω τη λύση στο πρόβλημά μας!»
«Τι;» πετάχτηκε ανυπόμονος ο Νικόλας, ο μάγειρας.
«Κι αν η λύση είναι ο Σλικ;»
«Μα ο Σλικ είναι χαμαιλέοντας!» έκανε απογοητευμένος ο Μπιντέν.
«Ναι, αλλά κατάγεται από δράκους -δεν σας φαίνεται;»
«Δεν έχει άδικο ο Αστέριος» αναθάρρησε η Μελίνα. «Αλλά δεν είναι αόρατος!» συνέχισε απογοητευμένη.
«Πώς δεν είναι αόρατος;» είπε δυνατά ο Αστέριος. «Σαν χαμαιλέοντας που είναι, μπορεί να πάρει το χρώμα του περιβάλλοντός του και να γίνει αόρατος! Αν δεν είναι ο Σλικ αόρατος, ποιος άλλος μπορεί να είναι;»
«Σωστά!» βροντοφώναξε ενθουσιασμένος ο καπετάνιος. «Ο Σλικ είναι ο αόρατος δράκος! Τώρα πια μπορούμε να βγούμε έξω πριν γίνουμε φιδάνθρωποι. Εμπρός, τι περιμένουμε;»
Αμέσως ο Νικόλας σηκώθηκε να πάρει το καναρίνι του κι ο Αστέριος έβαλε το χέρι του στην τσέπη του για να ξυπνήσει τον Σλικ που πίστευε πως κοιμόταν ήσυχος στα βάθη της. Αλλά ο Σλικ δεν ήταν πουθενά! 
 

Την ίδια στιγμή, πολύ μακριά από τη σπηλιά, η μυγαλή προσπαθούσε ανήσυχη να βρει από ψηλά στα δέντρα κάποιο σημάδι που θα την οδηγούσε στους χαμένους φίλους της. Στη ρίζα του δέντρου ο Σλικ ξεκαρδιζόταν στα γέλια «Μα τι έχει πάθει αυτός και γελάει;» αναρωτήθηκε ενοχλημένη κι έσκυψε να δει. Ο Σλικ βρισκόταν μέσα σε μια μεγάλη παρέα παιδιών που δεν σταματούσαν να τον πασπατεύουν. 
“Θα πάμε τώρα για περιπέτεια;» τον άκουσε να ρωτάει τα παιδιά. 
«Ναι, ναι περιπέτεια!” φώναξαν ενθουσιασμένα τα παιδιά κι η μυγαλή είδε τον Σλικ να της κάνει νόημα να τους ακολουθήσει. 
“Πού πάμε;” του έκανε νόημα. 
“Τους προκάλεσα να πάμε για εξερεύνηση. Σκέφτομαι ότι μπορεί να βρούμε μια ένδειξη για τους φίλους μας στον δρόμο”. 
Έτσι ξεκίνησαν όλοι μαζί. Πηδούσαν βράχους, πλατσούριζαν σε νερά, στέκονταν να θαυμάσουν κάποιο εξωτικό λουλούδι κι έξαφνα… 
“Στοπ!” φώναξε ο Σλικ. 
Όλοι σταμάτησαν μεμιάς και τότε αναδύθηκε μέσα από τη σιωπή μια υπέροχη μελωδία. Ένα τραγούδι που τους μάγεψε και ταξίδεψε τον καθένα σε παλιές αγαπημένες αναμνήσεις. Κάποια από τα παιδιά ένιωσαν την αγκαλιά της μαμάς, άλλα το γέλιο του μπαμπά, τη ζεστασιά του κρεβατιού τους, τις πίτες της γιαγιάς…
Ο Σλικ θυμήθηκε τη μέρα που ένιωθε πως θα πεθάνει από την πείνα σε ένα βρωμερό στενό της πόλης, όταν τον πλησίασε το αγόρι με το αστέρι στο χέρι. “Αστέριε, πού να είσαι;” αναστέναξε.  
Τότε ένιωσε τα μουστάκια της μυγαλής να του γαργαλάνε το πρόσωπο. “Το καναρίνι” του ψιθύρισε. «Είναι το τραγούδι του καναρινιού!». 
Αμέσως ο Σλικ ανάλαβε δράση. Ακολούθησε τη μελωδία και λίγο μετά έπεσε πάνω σ’ ένα περίεργο ομιχλώδη βράχο. 
«Θα γίνω βράχος» σκέφτηκε και μεμιάς εξαφανίστηκε μέσα στον βράχο που δεν ήταν βράχος, που δεν ήταν ομίχλη, αλλά καυτή ανάσα του δράκου. 
“Ααχχ παραλίγο να καεί η πανοπλία μου” φώναξε ο Σλικ περνώντας στην άλλη πλευρά. 
Όλοι άρχισαν να χειροκροτούν. Είχαν κερδίσει αλλά έπρεπε να βιαστούν πριν αρχίσει να νυχτώνει και μεταμορφώνονταν τα παιδιά σε φιδάνθρωπους…

«Μέσα σε λίγη ώρα ο Αστέριος, η Μελίνα και το πλήρωμα της «Τουλίπας» βρίσκονταν ήδη στους πρόποδες του κόκκινου βράχου όπου συνάντησαν τα παιδιά που χοροπηδούσαν εδώ κι εκεί, χαρούμενα με τους επισκέπτες και τα ζωάκια τους. 
«Πού να φανταστεί κανείς ότι σε λίγη ώρα θα μεταμορφωθούν …» μονολόγησε ο καπετάνιος βλέποντάς τη χαρά και τη ζωντάνια τους. 
«Γι αυτό πρέπει να βιαστούμε» είπε ο γερό Σαμάν που τους είχε ακολουθήσει σε όλη την κατάβαση από την σπηλιά. «Σε λίγο θα σουρουπώσει και πρέπει να προλάβουμε να φτάσουμε στον ιερό βράχο πριν μεταμορφωθούν σε φιδάνθρωπους!» 
Όταν η παρέα έφτασε στη ρίζα του βράχου, ο γερό Σαμάν τους έδειξε μια εσοχή ψηλά στον ιερό βράχο όπου έπρεπε να τοποθετήσει ο Αστέριος τη σβούρα. 
«Όταν φτάσεις εκεί» είπε στον Αστέριο, «πρέπει να ακουμπήσεις την σβούρα στο μεγάλο αστέρι που θα δεις ζωγραφισμένο στον βράχο. Πρόσεχε μόνο, γιατί ο  βράχος είναι απόκρημνος και χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Εγώ θα σε βοηθήσω διαβάζοντας δυνατά την ευχή των αρχαίων βιβλίων για να πάνε όλα καλά!»
Ο Αστέριος υπολόγισε προσεκτικά τη διαδρομή που είχε να κάνει στο βράχο, βόλεψε καλά στην τσέπη του τον Σλικ αλλά κυρίως προσπάθησε να κρύψει το τρεμοκάρδι του μ’ ένα αμήχανο χαμόγελο. Όλα θα πήγαιναν καλά, σκέφτηκε. Τι μπορούσε να στραβώσει; 
«Θα ‘ρθω κι εγώ μαζί σου» άκουσε πίσω του τη Μελίνα. «Καλύτερα να ‘μαστε δύο».
Ξεφύσηξε ανακουφισμένος ο Αστέριος. Ναι, πολύ καλύτερα οι δυο τους! 
Όταν ο Αστέριος ξεκίνησε την ανάβαση με τη Μελίνα στα βήματά του, ο ουρανός είχε πάρει να κοκκινίζει κι ένα γλυκό αεράκι φυσούσε από τη θάλασσα. Τα δυο παιδιά έφτασαν γρήγορα στην εσοχή του βράχου ενώ από κάτω ακούγονταν η βραχνή απαγγελία του γερό Σαμάν.
Η Μελίνα έβαλε το χέρι στην τσέπη της κι έπιασε τη σβούρα. Η τρύπα για την οποία τους είχε μιλήσει ο γερό Σαμάν ήταν μπροστά τους, η σβούρα στα χέρια τους -τώρα πια δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν!
Την ίδια στιγμή, στη ρίζα του βράχου, τα παιδιά που ως τότε γελούσαν και τραγουδούσαν, άλλαξαν συμπεριφορά κι άρχισαν να περιστρέφονται αργά αργά γύρω από τον εαυτό τους όπως κάνει μια σβούρα που δεν έχει βρει ακόμα το ρυθμό της. Ο καπετάνιος πρόσεξε μάλιστα πως ένα δυο απ’ αυτά είχαν αρχίσει κιόλας να χάνουν τα ρούχα τους και ν’ αποκτούν δέρμα ερπετού. 
«Γρήγορα, Αστέριε!» φώναξε με όλη του τη δύναμη. «Τελειώνει ο χρόνος!» 
Μια και δυο ο Αστέριος παίρνει τη σβούρα από τη Μελίνα και την τοποθετεί με το «μαγικό» του χέρι στην τρύπα του βράχου. Και τότε…
Τότε το αστέρι στο χέρι του Αστέριου ενώθηκε με το αστέρι του ιερού βράχου, ο ουρανός στροβιλίστηκε στο ρυθμό της σβούρας, φωτιές ξεπήδησαν από τις κορυφές των βουνών του νησιού, τα δέντρα όλα κουνήθηκαν σύγκορμα, ο βράχος σκίστηκε στα δυο κι από μέσα φάνηκε το ιερό δέρμα ακουμπισμένο σε ένα κορμό αρχαίας ελιάς. 
«Εμπρός!» είπε η Μελίνα νιώθοντας το βράχο να τρέμει κάτω από τα πόδια της. «Πάρ’ το να φύγουμε!». 
Ένα φοβερό μουγκρητό από τα έγκατα της γης σκέπασε τα λόγια της. Ο κοιμισμένος δράκος, στην πλάτη του οποίου είχαν φυτρώσει τα δέντρα, τα λουλούδια, τα βουνά κι οι βράχοι του νησιού, είχε ξυπνήσει!

Με μια γρήγορη κίνηση ο Αστέριος πήρε στα το ιερό δέρμα στα χέρια του αλλά πριν προλάβει να σκεφτεί τι να το κάνει, άκουσε βαθιά μέσα του τη φωνή του γερό Σαμάν:
«Όταν το ιερό δέρμα σκεπάσει το τυχερό αστέρι, 
η τύχη σου στον κόσμο δεν θα έχει ταίρι. 
Ό,τι ευχηθείς, ευθύς θα γίνει,
κανείς το πεπρωμένο δεν το σβήνει. 
Βιάσου μόνο και πίσω μην κοιτάς, 
μπροστά σου είναι η ζωή που αναζητάς!».

Γύρισε ο Αστέριος να δει τον γερό Σαμάν στη ρίζα του βράχου, αλλά στη θέση του αντίκρισε έναν πελώριο μπλε δράκο, όμοιον με εκείνον που φιλοξενούσε πάνω του τη βλάστηση και τα βουνά του νησιού. 
Ένας φοβερός βρυχηθμός συντάραξε το κορμί του δράκου του νησιού κι αμέσως χύθηκε με ορμή στον αντίπαλο του. 
Γύρω από τον Αστέριο η στεριά είχε χαθεί, η θάλασσα είχε γεμίσει κορμούς δέντρων και πελώριους βράχους που γκρεμίζονταν με πάταγο από τη ράχη του δράκου, πουλιά φτεροκοπούσαν με αγωνία στον ουρανό, ζώα έτρεχαν να σωθούν και τα παιδιά που είχαν πάψει πια να συμπεριφέρονται σαν φιδάνθρωποι, προσπαθούσαν απελπισμένα να κρατηθούν πάνω στη ράχη του δράκου που ως τότε ήταν το σπίτι τους. 
Σκέπασε ο Αστέριος το μαγικό αστέρι του με το ιερό δέρμα και ψιθύρισε:
“Γίνε δέρμα βάρκα με πανιά, 
πάρε τους φίλους μου κι εμένα μακριά!” 

Κι αμέσως το δέρμα έγινε ασφαλής στεριά, έγινε γεφύρι ακλόνητο με μαγική θωριά κι έφερε τα παιδιά, τα ζώα και το πλήρωμα της «Τουλίπας» που παράδερνε ζαλισμένο μέσα στον χαλασμό, στο κατάστρωμα του πλοίου που άνοιξε αμέσως πανιά κι έπλευσε μακριά από το χαλασμό.
Όταν πια έφτασε σε ήρεμα νερά, ξεφούσκωσε τα πανιά του κι όλα τα βλέμματα στράφηκαν πίσω μακριά, στο σημείο όπου μονομαχούσαν οι δύο δράκοι: αυτός που έφερε πάνω του το νησί και κρατούσε ζηλόφθονα στην κοιλιά του το ιερό δέρμα, κι ο άλλος που ήταν ο γερό Σαμάν. 

«Δεν θα τα καταφέρει ο φίλος μας» είπε απογοητευμένος ο καπετάνιος βλέποντας τον φοβερό δράκο του νησιού να τυλίγει στις φλόγες τον φίλο τους ξανά και ξανά, ενώ με τα φοβερά του νύχια του άνοιγε μια και δυο και τρεις αυλακιές στο γερασμένο κορμί του. «Δεν θα τα καταφέρει…»

«Μόνο αυτός που τα παρατάει, χάνει» άκουσε μέσα του ο Αστέριος εξασθενημένη τη φωνή του γερό Σαμάν. «Εγώ μπορεί να χάσω και να χαθώ, αλλά εσείς πρέπει να συνεχίσετε. Ο κόσμος σας ανήκει -μην τα παρατήσετε!».

Το πλήρωμα της Τουλίπας παρακολουθεί με σφιγμένη ανάσα τη μεγάλη μάχη. “Είμαστε ασφαλείς. Έχουμε το δέρμα. Επιστρέφουμε” ανακοινώνει ο καπετάνιος. Ένας ψίθυρος απλώνεται στο κατάστρωμα “Κάτι πρέπει να κάνουμε!” φωνάζουν όλοι. Ο Αστέριος τότε τους είπε ότι στο αγαπημένο του βιβλίο τους Τρεις Σωματοφύλακες διάβαζε: “Ένας για όλους και όλοι για έναν”. Όλοι συμφώνησαν ότι δεν θα εγκαταλείψουν τους φίλους τους κι ο καπετάνιος σαν να περίμενε την αντίδρασή τους γύρισε πίσω. Η οδηγία ήταν ο καθένας να βοηθήσει με τον τρόπο του. Το πλοίο πλησίασε. Η νυχτερίδα άρχισε να δαγκώνει τον δράκο, η μυγαλη τρέχοντας πάνω κάτω στην κοιλιά του τον γαργαλούσε, ο Σλικ πήρε τα χρώματα του δράκου και σκαρφάλωσε σιγά σιγά στο κεφάλι. Ο δράκος είχε αποσυντονιστεί κι έτσι ο γέρο Σαμάν κατάφερε με ένα χτύπημα να τον βυθίσει για πάντα στα βρώμικα νερά. Γιούπι! πανηγύρισαν όλοι. Τα παιδιά που δεν θα γινόντουσαν ξανά ποτέ φιδάνθρωποι ξάπλωσαν πάνω στον Σαμάν. «Ελάτε όλοι μαζί μας» είπε ο καπετάνιος. Όμως ο Σαμάν είχε αρχίσει ήδη να γίνεται νησί. Να γίνεται χώμα και δέντρα και νερά που έτρεχαν. Ένα από τα παιδιά βγήκε μπροστά και φώναξε: “ Εδώ είναι ο τόπος μας. Θα σεβαστούμε τον γέρο Σαμάν. Θα σεβαστούμε τη γη μας. Κι εσείς εκεί που πάτε να μας θυμάστε και να το λέτε και σ΄ άλλους. Προστατεύστε τη γη. Η ίδια που μας μεγαλώνει μπορεί να γίνει τέρας και να μας καταπιεί. Ένας για όλους κι όλοι για έναν”

O γερό Σαμάν έγινε νησί, έγινε τόπος, έγινε πατρίδα…  Ώσπου να ετοιμαστεί το μεγάλο γιορτινό τραπέζι -που ο Νικόλας τους υποσχέθηκε να είναι καλύτερο κι από χριστουγεννιάτικο, καλύτερο κι από τα δείπνα του Αστερίξ- το πλήρωμα της Τουλίπας μαζί με τα παιδιά έτρεξαν να αποχαιρετήσουν το νησί. Όλοι συμφώνησαν να το πούνε Τουλίπα. «Ελάτε να δείτε» φώναξε η Μελίνα. Εκεί που ήταν η καρδιά του Σαμάν σχηματίστηκε μια καθαρή λίμνη «Η πιο όμορφη θάλασσα» είπε ο Αστέριος κι όλοι έκαναν μια αποχαιρετιστήρια βουτιά. Το βράδυ στο τραπέζι ο καπετάνιος φώναξε «Ας ορκιστούμε: Τα πιο όμορφα απ’ όλα δεν τα έχουμε ζήσει ακόμα» Το βράδυ στο κατάστρωμα η Μελίνα ευχήθηκε να γεμίσει και η πόλη τους λουλούδια και δέντρα να μοιάζει λίγο στο νησί τους. «Ξύπνα υπναρά» Άνοιξε τα μάτια του ο Αστέριος και βρισκόταν στο δωμάτιο του. Είχε πέσει από το κρεβάτι στο πάτωμα και το παράθυρο ήταν ανοιχτό. «Έλα Αστέριε που ταξιδεύεις πάλι; Πρέπει να βιαστούμε αρχίσει η γιορτή της Τουλίπας στο πάρκο. Έλα. Το υποσχέθηκες!»
Σε δυο λεπτά ήταν στο πάρκο. «Αστέριε από δώ η Μελίνα η καινούρια μου φίλη, μετακόμισε πρόσφατα από ένα νησί στην γειτονιά μας» του είπε η αδερφή του.
«Μελίνα» ψέλλισε ο Αστέριος> αλλά εκείνη του έκανε «Σουτ! Θα μιλήσει ο μπαμπάς μου. Είναι σούπερ οικολόγος» Ο Αστέριος θα ορκιζόταν πως ήταν ολόιδιος ο καπετάνιος. Τους έδειξε ένα φιλμάκι από το νησί Τουλίπα όπου μια μικρή κοινότητα κατάφερε κι έφτιαξε ένα μικρό Παράδεισο. Και τότε εμφανίστηκε ένας υπερήλικας που είπε ότι εκεί στο νησί τους όλοι αγαπάνε τα δέντρα, τα φυτά και τη λίμνη τους που μοιάζει με θάλασσα. Ο Αστέριος ήταν σίγουρος πως ήταν ο Σαμάν. «Μα πως γίνεται αυτό;» είπε φωναχτά και η Μελίνα του είπε πως όλα γίνονται αν ακούς τη γη και τη σέβεσαι «Έτσι τουλάχιστον λέει ο σούπερ οικολόγος μπαμπάς μου»
«Και τώρα όλα τέλειωσαν;» Η Μελίνα του έκλεισε το μάτι. «Το τέλος είναι πάντα μια καινούργια αρχή. Πάμε μια βόλτα;»


 


 

Hμέρα παιδικού βιβλίου

Ας ελπίσουμε ότι την άλλη μέρα θα νικήσουμε και θα λέμε παραμύθια αγκαλιά. Αύριο το πρωί και η συνέχεια της ιστορίας που μας χωράει όλους. Σήμερα ημέρα παιδικού βιβλίου είπαμε πολλά παραμύθια…

Μένουμε σπίτι υποχρεωτικά

Τόσο απομονωμένοι αλλά τελικά τόσο συνδεδεμένοι

Κοινοί οι φόβοι, οι ανησυχίες, τα σκοτάδια και οι σκιές. Ίσως είναι από τις λίγες φορές που όλοι θα ευχόμασταν στο καλό πνεύμα των παραμυθιών ακριβώς το ίδιο πράγμα. Να τελειώσει αυτός ο εφιάλτης.

Γράφω βιβλία για παιδιά γιατί έχω ανάγκη τον τρόπο τους για να τα βγάζω πέρα καθημερινά. Δεν έχω στο μυαλό μου ποτέ ότι απευθύνομαι σ’ ένα πιο αφελές κοινό αλλά σε κάποιους που έχουν αποθέματα ηρωισμού, δικαιοσύνης, σε κάποιους που θεωρούν ότι είναι χρέος τους να βρούνε το μίτο που θα τους βγάλει από το λαβύρινθο.

(more…)

Nα ξεκινήσει η ιστορία ΜΑΣ

Μια από δω μια από κει οι λέξεις σας έγιναν ένα κουβαράκι κι εμείς απλά το κυλήσαμε να ξεκινήσει η ιστορία ΜΑΣ: «Σε μια πολιτεία που ήταν και δεν ήταν, ζούσε στον 128ο όροφο μιας πολυκατοικίας που χανόταν στα σύννεφα, ένα αγόρι μ’ ένα παράξενο σημάδι στο χέρι, ίδιο με αστέρι. Γι’ αυτό το λόγο όλοι τον φώναζαν Αστέριο.


Ο Αστέριος έβλεπε τα βράδια παράξενα όνειρα: Ότι είχε δυο δίδυμες αδελφές που πάντοτε τις μπέρδευε, ότι τον κυνηγούσαν συννεφοκούνελα και ψηλόγατες, ότι στους 128 ορόφους του κτιρίου του μέναν 128 συγγενείς, γιαγιάδες, παππούδες, θείες και θείοι, ότι μια παρέα χελώνες τον χειροκροτούσαν δίχως να ξέρει γιατί…


Πολλά παράξενα όνειρα έβλεπε ο Αστέριος αλλά χτες είδε το πιο παράξενο: είχε κατέβει λέει με το ασανσέρ -μια ολόκληρη ώρα κατέβαινε-, κι έφτασε κάτω στο πεζοδρόμιο που έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα.

Ο Αστέριος ξύπνησε τρομαγμένος. Κοίταξε ψηλά και είδε τον ουρανό γεμάτο σύννεφα. Ουφ, ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Έφαγε το πρωινό του κι άδειασε τη μαρμελάδα φράουλα στο ψωμί του. Ύστερα φόρεσε το κόκκινο σακάκι του και άνοιξε την πόρτα.

«Σλικ» φώναξε κι ένας χαμαιλέοντας βγήκε κάτω από το μαξιλάρι κι αμέσως έγινε κατακόκκινος.
«Καλά Σλικ δεν χρειάζεται να αλλάζεις χρώματα όταν είμαστε μόνοι μας».
Ο χαμαιλέοντας έβγαλε τη γλώσσα του και ρούφηξε μια φράουλα που είχε μείνει στο τραπέζι. «Ποτέ δεν ξέρεις φίλε» ήθελε να του πει αλλά νύσταζε ακόμα και βυθίστηκε στην τσέπη του κόκκινου σακακιού.

Ο Αστέριος άνοιξε την πόρτα του ασανσέρ αλλά μετάνιωσε. Πλάκα είχε να έβγαινε το όνειρο αληθινό και να έμενε μία ώρα κλεισμένος μέσα εκεί. Άρχισε λοιπόν να κατεβαίνει με τις σκάλες ενώ ο Σλικ στην τσέπη του ετοιμαζόταν να ξεράσει την φράουλα που είχε καταπιεί αμάσητη. Ο Αστέριος έφτασε στην πόρτα της πολυκατοικίας. Όταν βγήκε στο δρόμο, τα αυτοκίνητα έτρεχαν όπως πάντα σαν τρελά. Με προσοχή πέρασε απέναντι στην πλατεία με τις λεμονιές και τι να δει; …»

Συνεχίστε την ιστορία.
Τι βλέπει ο Αστέριος που του αλλάζει τη ζωή; Πώς αυτό που βλέπει τον οδηγεί να ξεκινήσει το πρώτο του ταξίδι;
th Φίλιππος Μανδηλαράς κι εγώ σας περιμένουμε ως την Πέμπτη στις 12 το μεσημέρι
(στην εικόνα όνειρο του Αστέριου)

Μια ιστορία που θα μας χωράει όλους

Παιδιά τέλειες οι ιδέες σας. Ως αύριο το μεσημέρι θα περιμένω κι όσους μικρούς φίλους δεν πρόλαβαν. Μετά ΤΑΡΑΡΑ! Θα σας πω με ποιον ήρωα θα ταξιδέψουμε. Και θα ταξιδέψουμε όλοι μαζί. Σύμφωνοι; Όποιος κι αν είναι ο ήρωας, θα τον ακολουθήσουμε. Έτσι; Γιατί αυτές τις μέρες πρέπει να είμαστε όλοι μαζί. Αυτό θέλω να καταφέρουμε και τότε θα είναι πραγματικά μια ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΘΑ ΜΑΣ ΧΩΡΑΕΙ ΟΛΟΥΣ. Άλλωστε όλα είναι καλύτερα να τα κάνεις με παρέα. Και θα δείτε που στη διαδρομή θα συναντήσουμε κι άλλους.

Μένουμε σπίτι υποχρεωτικά

Και φτιάχνουμε μια ιστορία, όχι υποχρεωτικά αλλά όποιος θέλει.

Παίζουμε δηλαδή. Παιδιά σας περιμένω να φτιάξουμε όλοι μαζί μια ιστορία. Μεγάλοι μπορείτε να το πείτε στα παιδιά; Περιμένω τις ιδέες σας για να ξεκινήσουμε. Τις ιδέες των παιδιών σας, των μαθητών σας, των μικρών φίλων σας.
Στο: info@mariapapayanni.gr
ΚΑΙ η ιστορία μας αρχίζει…
«Πάντα ήθελα να γίνω ταξιδευτής. Μια μέρα το πήρα απόφαση. Μάζεψα λοιπόν τα απαραίτητα και ξεκίνησα…»
Ποιος να είναι ο ήρωας; Είναι άνθρωπος ή ζώο; Πως είναι; Έχει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό; Πως τον λένε;
ΠΡΟΣΟΧΗ: Δεν θέλω να γράψετε ολόκληρη την ιστορία. ΔΕΝ ΓΡΑΦΟΥΜΕ ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ. Στην αρχή θα βρούμε τον ήρωα. Το θέμα είναι να την γράψουμε όλοι μαζί. Θα διαλέξουμε τον ήρωα και θα συνεχίσουμε… Λίγο λίγο

The last thing life’s going to do, is wait behind closed doors

or

Beware of sharks!

As you grow older, the colors fade. Rage, anger, fear, anxiety. It all gains entry into our life, there is space for it all. Successes, joy, losses. Yet, if there is one period I recall that was thoroughly focused and single-minded, a period in which it felt like we were about to leap over the ditch onto the side of happiness, from “was” to “will be”, that was the period of the entry exams for Uni.

I don’t know if it was because I was growing up in rural Greece, I don’t know if my parents thought of University as a one-way street and, so, had brought us up with the dream of a graduate degree.

I don’t know if it was because all the cool guys in town were the University students who arrived back during the holidays and livened up the place.

I don’t know what the reason was, but there was no doubt in my mind that there was a red dividing line that ran through everything: University exams. The time before and the time after. I looked with sadness on the kids that didn’t make it and had to take on extra tutorials for one more year, and then another; and then? Personally, I couldn’t imagine anything past that. Thinking back on it, it seems that ever since primary school, I toiled for when I get into to University, leave the city of Larisa, become independent, become myself, know what it is I want and where I’m heading. For when I will be able to plan trips, be able to do what I want, pick and choose among all the different life-scripts.

We had loaded so many expectations onto this passage to University life! It was the passport for exiting the restrictions of the birthplace for the challenges of a big city, where poetry, revolution and love were waiting. There, at university, we would live at full throttle.

Maybe that is why I still get slightly panicky at the mention of University exams. I remember I used to study out on the balcony, breaking all promises to myself that I would sleep, relax, spend some stress-free time. The small table full of notes and Alcazar park across the street, a summer night full of sounds and smells and promises, and me hanging my whole life on the day coming up. What if I don’t go well, if I don’t get admitted, if I don’t get to leave. Next day I was to take the exam at a building on the other side of town. On arrival, I realized I had left my ID card behind. We drove back, the car shooting every single traffic light indiscriminately, and I returned just as the doors were closing but, in the face of my desperation, they opened again. For years afterwards, I would have the same nightmare, that the doors will not open, that life will sail off without me on board. Only later, much later, did I get it. The last thing life’s going to do, is wait behind closed doors.

I wouldn’t want for my children to go through the same agony. I would like to teach them that happiness is made of different stuff. That, no matter what they choose, they need to really want it a great deal. I remember a friend wanting to study dance, “And she won’t go to University?”, aunt Lillian had said. Dance, music, were activities to do in parallel to academic studies, not an end in themselves. How very small the world was I was dreaming of. No, this isn’t not how I would like my children to think. “And if your son says he wants to be a cyclist or a mountaineer or a dolphin trainer, will you let him?” a friend had asked.

Yes, and I will even pump up his sails as much as I can, for him to dream bigger. Because I now know that no door holds happiness, unless we learn early on to appreciate life. To wage battle. To smile at small, everyday miracles.

The one thing I will tell my son is what I, too, was told by a young friend of mine, when I confided my childhood dream of going round the world on a bicycle. “Ma’am, you need to watch out for sharks. I mean, when you have the bike on the raft or boat, you need to watch out that the sharks don’t puncture the tires.”

And one other thing that fairytales taught me. Many roads open up before us. One leads to the mountain, another to the sea, one to university, another to the village. It’s a shame not to follow your own road. Then again, if you come across sharks along the way, beware that they don’t puncture your tires.

Four season travelers

I bought it twelve years ago. My kids, still young, wanted me to initiate them into holidays in a tent. Alexandra at 9, Stergios at 4. Guests on the property of a close woman friend. All the women would go along with our kids. I didn’t own a tent, so I did some market research. This was the most expensive one but also, I was assured, the best: “It’s a four-season tent, you see.” I was thinking on it when my husband called who said to go ahead and buy it at once, because he was dreaming of tent holidays in winter and summer. At the property, everyone laughed at me. “Let’s see you in the tent in winter!”

When I unfolded it, I realized that all these years I had been a stage hand, following orders, but I’d never set up a tent all on my own. The children were looking on, waiting for my instructions. I didn’t want to disappoint them, so, after an ordeal of several hours, the three of us managed to enter the tent. From that moment on, the complaints started. “I don’t like sleeping on the ground. I don’t like bugs. I’m scared of the dark that moves about all over the tent.” We overcame all of those. And, soon enough, we were happy as larks and all set to enjoy our holidays. We laughed, no matter that there was dirt being carried into the tent, we carefully took out any uninvited insects and the darkness was the departure point for the next story.

I remember the two children insisted that I sleep in the middle. We left the back window open. I was listening to them breathing and looking up at the stars. It seemed to me that a star blinked, as if it heard my wish. “That we always be well. That we hug so there’s room for all of us in the tent. That we travel. That we get to know the world. That my children become travelers.”

I came across the tent again, twelve years later. The children decided to set a tent up on Elygia beach. Before promising I would go to Heraklion to buy them one, I discovered in the storeroom the tent with the brand name: 4 seasons. I sent the children a picture of it. “Is that the one from the property in Astros? Well done, mom, it was worth every penny!” 

All these years and the promise was still good: “summer and winter holidays in a tent.” I momentarily thought of grumbling but then remembered all the fond summers I’d spent with my children in beds, beaches, balconies. And I did succeed in making them love summers, gorges, isolated beaches, expeditions and adventures. I had managed it. Even though the tent waited for all those years. The wish came true. My children became four-season travelers.  

Proust’s questionnaire


What is the main trait of your personality?
The student syndrome

Your greatest asset?
I get easily enthusiastic

Your worst defect?
I get easily enthusiastic

When and where have you been happy?
A few months ago, before Melina passed away

What is your idea of perfect happiness?
A large farm with everyone I love, where we could have as many animals as we liked

What or who is the biggest love of your life?
My family is a great passion

What talent would you like to possess?
That of the explorer

If you could change one thing about yourself what would that be?
To dare make bigger journeys

If you could change one thing about your family, what would that be?
να κοιμόμαστε συχνότερα κάτω απ΄  τα αστέρια

What do you appreciate most in your friends?
Their love

What do you consider your greatest achievement?
My children’s carefree laughter

Where would you like to live?
In a bigger garden, in a greener city

What is your greatest fear?
The end

What do you dislike most?
Emotional stinginess

Which trait of yours do you most deplore?
My inability to be on time for my appointments

What trait do you most deplore in others?
Cruelty

What do you consider your greatest wastefulness?
Wasting time on meaningless relationships

Which is your favorite trip?
In the Aegean

Which do you consider the most overrated virtue?
Self-confidence bordering on arrogance

In what circumstances do you lie?
When there is a chance of hurting someone I care for

What do you not like about your appearance?
The excess kilos

What kind of person do you dislike?
Every fascist, every racist

Which word or phrase do you use to excess?
“Baby”

What do you think is your most marked characteristic?
The going to and fro from reality to fairytales in order to explain the inexplicable

What thing do you regret?
The hugs I didn’t give when I should have

What is your favorite activity?
Going for long walks with my dogs

Who are your heroes in real life?
My children

Who are your heroes in fiction?
The heroes of the books I read as a child. The little girl in A tree grows in Brooklyn, Robinson Crusoe, Zoe in When the sun… by G. Sarri, the great rebels in my father’s imaginary tales

How would you like to die?
In my dreams

If you died and came back to life, what person or thing would you like to come back as?
A great explorer

Mistakes towards which you are most lenient?
When it’s a reaction to or the natural consequence of a grave injustice

What is your favorite motto?
Dreams and miracles are a matter of practice