Πόλη Κρημνιώτη, ΑΥΓΗ

για το βιβλίο “Με λένε Μάγια” των εκδόσεων Πατάκη

«Με λένε Μάγια», έτσι απλά συστήνει την εξάχρονη ηρωίδα του καινούριου βιβλίου της η Μαρία Παπαγιάννη. Παρατηρητής και αφηγήτρια μαζί η Μάγια, με τη σπιρτάδα, την αμεσότητα και την αφοπλιστική ειλικρίνεια ενός παιδιού παρατηρεί τον κόσμο γύρω της και απορεί συνάμα, ρωτά διαρκώς και δικαίως περιμένει απαντήσεις σ’ όλες αυτές τις φαινομενικά απλές ερωτήσεις της, στις οποίες ωστόσο πολλοί ενήλικοι αδυνατούν να απαντήσουν με την ευκολία που εκείνη τις απευθύνει. Ενα σημερινό παιδί είναι η Μάγια της Μαρίας Παπαγιάννη. Η συγγραφέας κατορθώνει να μεταφέρει τη γλώσσα και τη σκέψη της χωρίς την προσποίηση και τα κλισέ που συχνά χρησιμοποιούν οι ενήλικοι όταν «δανείζονται» το στόμα των παιδιών. Ο μικρός αναγνώστης, λοιπόν, συναντά έναν αυθεντικό συνομήλικό του, τις σκέψεις, τις πονηριές, τις πλάκες και τις απορίες της ηλικίας και της καθημερινότητάς του. Και μαθαίνει αβίαστα, χωρίς διδακτισμούς και ρητορείες εκ μέρους της συγγραφέως, αυτό το πολύ σπουδαίο πράγμα που έμαθε η Μάγια στις πρώτες σχολικές ημέρες της. Ότι «το σχολείο χρειάζεται πρώτα για να κάνεις φίλους και ύστερα για να μάθεις γράμματα», αφού χρειάστηκε τέσσερις μήνες για να μάθει να γράφει, αλλά μόλις μία μέρα για να κάνει την καλύτερή της φίλη.

«Τα παιδιά μπορούν να ξεχωρίσουν την αλήθεια από το ψέμα»

Το παιδί μου κι εγώ
Συνέντευξη στην Εύη Καρκίτη

Μια πρόσφατη βράβευση εκείνη του περιοδικού «Διαβάζω» υπήρξε αφορμή για μια ακόμη ματιά στον κόσμο της Μαρίας Παπαγιάννη. Στα βιβλία της πάντοτε ένα θαύμα περιμένει έξω από την πόρτα για να αλλάξει τις ζωές των μικρών της ηρώων. Το ίδιο συμβαίνει και στην παράσταση «Παράξενο δεν είναι;» στην οποία γράφει τα κείμενα και θα παρουσιαστεί 20-30 Δεκεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

Στα βιβλία σας παρουσιάζετε τον κόσμο στα παιδιά ακριβώς ως έχει ή πάντοτε υπάρχει περιθώριο για όνειρα;

Στις ιστορίες που γράφω προσπαθώ να πω στα παιδιά την αλήθεια. Όμως δεν καταγράφω την πραγματικότητα όπως έχει. Ένα κομμάτι της παντρεύεται με μια φαντασίωση, ένα όνειρο, μια προσδοκία, μια εμμονή που θα ήθελα να είναι πραγματικότητα. Να για παράδειγμα ότι ένα θαύμα περιμένει έξω από την πόρτα μας ή ότι και σ΄ αυτή τη ζωή κερδίζουν οι καλοί… Λένε ότι οι μύθοι είναι μοιρασμένα όνειρα. Οι Αβορίγινες της Αυστραλίας ονομάζανε τη δημιουργία «Καιρό του Ονείρου» και τους μύθους τους όνειρα. Δεν νομίζω ότι το όνειρο λείπει απ΄ τα σημερινά παιδιά. Η δική μου ανάγκη είναι να μοιραστώ μαζί τους τα όνειρά μου ή να ονειρευτώ τα δικά τους όνειρα.

Τι σας έκανε να ασχοληθείτε με το παιδικό βιβλίο; Είναι τελικά εύκολο να γράψει κάνεις μια ιστορία για να κατανοηθεί από παιδιά;

Αγαπώ τη λογοτεχνία για παιδιά. Ποτέ δεν σταμάτησε να μ΄ ενδιαφέρει. Θυμάμαι ότι τα χρόνια του πανεπιστημίου, που ήμουνα μεγάλο παιδί, δεν άφηνα βιβλίο της Σαρή ή της Ζέη. Κι αργότερα όταν άρχισα να γράφω τα θέματα που με συγκινούσαν, ο τρόπος που τα προσέγγιζα ήταν πάντα μέσα απ΄ τα μάτια των παιδιών.
Μ’ αρέσουν οι ιστορίες που δεν παιδιακίζουν για ν΄ αρέσουν στα παιδιά γιατί ακριβώς πιστεύω ότι τα παιδιά καταλαβαίνουν πάρα πολλά και κυρίως ξέρουν να ξεχωρίσουν την αλήθεια από το ψέμα. Κι αν κάποιες φορές διαλέγουν το ψέμα είναι γιατί δεν μπορούν ν΄ αντέξουν την αλήθεια.

Τι πιστεύετε πως αναζητούν τα παιδιά σήμερα σε ένα βιβλίο;

Πιστεύω ότι τα καλά βιβλία είναι και για τους μεγάλους και για τους μικρούς. Η Σέλμα Λάγκερλεφ, η πρώτη γυναίκα που τιμήθηκε με Νόμπελ λογοτεχνίας έλεγε ότι «το παιδικό βιβλίο είναι αληθινό όταν αρέσει τόσο στους μεγάλους όσο και στους μικρούς». Όταν ξεκινώ να γράφω κάτι ποτέ δεν σκέφτομαι την ηλικία των αναγνωστών μου. Σύμφωνα με τις κυκλοφορίες μπορεί τα παιδιά τα τελευταία χρόνια να επιλέγουν πιο πολύ βιβλία φαντασίας αλλά αυτό πραγματικά που προσωπικά μ΄ ενδιαφέρει είναι τα βιβλία να βοηθούν τα παιδιά να μεγαλώσουν. Κι όπως έλεγε κι ένας μεγάλος παραμυθάς, ο Τόλκιν : « Τα βιβλία τους, όπως και τα ρούχα τους, πρέπει να τους αφήνουν περιθώριο να μεγαλώσουν, αλλά ιδιαίτερα τα βιβλία θα πρέπει οπωσδήποτε να ενθαρρύνουν την ενηλικίωση.»

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στην Άννα Ρούτση για το διαδικτυακό περιοδικό stylista.gr

-Στα έργα σου είναι έντονο το στοιχείο του διαφορετικού: Οι ήρωες είναι διαφορετικοί από τον πολύ κόσμο. Είναι κάτι που θέλεις να τονίσεις και γιατί;

Αυθόρμητα θα σου απαντούσα ότι δεν σκέφτομαι από πριν να κάνω τους ήρωες μου διαφορετικούς. Απλά πάντα αγαπούσα τους ιδιαίτερους ανθρώπους. Τους σιωπηλούς και τους θορυβώδεις. Τους λίγο αλλοπαρμένους και καθόλου καθωσπρέπει. Τους ανθρώπους που ανακρίνουν κάθε μέρα τα αυτονότητα, τα μεταμφιέζουν, τα μεταμορφώνουν. Που τολμούν καθημερινά να ξεσκονίσουν τα πολύτιμα τους και να αναμετρηθούν μαζί τους. Έτσι μια φιλία γίνεται ένα πολύτιμο δώρο και μια εκδρομή ένα ταξίδι γεμάτο υποσχέσεις. Μ΄ αρέσει να βλέπω την καθημερινότητα μέσα από ένα μεγεθυντικό φακό. Δεν ξέρω αν μ΄ αυτό τον τρόπο προσπαθώ να εξοικειώσω τους νέους αναγνώστες μου με την αποδοχή του «άλλου» αλλά σίγουρα πιστεύω ότι τα θαύματα δεν είναι ίδια για όλους και η ζωή μας θα ήταν βαρετή χωρίς χρώματα.

-Στο βιβλίο σου οι ήρωες παλεύουν με προκαταλήψεις, δοξασίες, φόβους, πράγματα στενά συνδεδεμένα με την ελληνική παράδοση. Με ποια από αυτά εσύ διασκεδάζεις και πότε τα θεωρείς έως και επικίνδυνα;

Νομίζω ότι η διαχωριστική γραμμή είναι εμφανής. Στο «Δέντρο το Μονάχο» η βασική μου ηρωίδα αγαπάει πολύ τη ζωή, γελάει εύκολα. Η αδελφή της την πάει στην εκκλησία δίπλα σε μια εικόνα και της δείχνει έναν θυμωμένο άγιο. « Βλέπεις πως σε κοιτάει; Στον άγιο δεν αρέσει καθόλου που γελάς» . Από την άλλη υπάρχουν οι θρύλοι και οι παραδόσεις που τα βρίσκω εντελώς ποιητικά. Μαγικό ρεαλισμό. Σε πολλά χωριά ακόμα ζούνε παρέα με τα ξωτικά και τα φαντάσματα συνομιλούν με τους ανθρώπους που πέρασαν στην άλλη πλευρά κι έχουν ιστορίες να σου πούνε για κάθε πέτρα.

-Νομίζεις ότι οι καιροί μας είναι για όνειρα και φαντασία; Συνδυάζεται η δύναμη για επιβίωση με αυτά τα στοιχεία, και πώς;

Τα όνειρα και η φαντασία δεν είναι φάρμακο ούτε δίνονται με συνταγές. Ζεις έτσι ή δεν ζεις. Υπάρχουν στη ζωή μας. Είναι κομμάτι μας. Απλά κάποιοι έχουν κλείσει την πόρτα προσπαθώντας να επιβιώσουν σ΄ αυτήν την αφόρητη καθημερινότητα. Όσον αφορά τα παιδιά είναι ο τρόπος τους να μεγαλώνουν και να εξηγούν τον κόσμο. Έχουν ανάγκη να γλιστρούν από την πραγματικότητα στον κόσμο της φαντασίας. Κανένας δεν θα έλεγε ότι η λύση είναι να μετοικήσουμε στον κόσμο της φαντασίας. Ένα βοτσαλάκι στην πόρτα όμως για να μπαίνει που και που καθαρός αέρας πάντα χρειάζεται.

-Συχνά ακούμε ότι οι νέοι δε διαβάζουν, δε γράφουν, δεν…, δεν… Εσύ που είσαι πιο κοντά σε αυτά, πώς τα βλέπεις τα πράγματα; Η κοινωνία και το εκπαιδευτικό μας σύστημα ενθαρρύνουν κάτι τέτοιο;

Το μόνο που ενθαρρύνουν είναι η συσσώρευση γνώσεων για να περάσουν τα παιδιά στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Στην εφηβεία τους τα παιδιά έχουν ελάχιστο χρόνο για οτιδήποτε εξωσχολικό. Σήμερα το πρωί με άκουσα να φωνάζω στην κόρη μου να σταματήσει να παίζει πιάνο και να στρωθεί στα Θρησκευτικά. Με άκουσα κι έφριξα! Τα παιδιά είναι τόσο φορτωμένα που δεν έχουν χρόνο όχι να διαβάσουν αλλά ούτε να βρεθούν με τους φίλους τους. Βέβαια πιστεύω ότι τα παιδιά που «προπονήθηκαν» μικρά θα αναζητήσουν μεγαλώνοντας ξανά την απόλαυση της ανάγνωσης.

-Το εφηβικό βιβλίο έχει την ιδιαιτερότητα ότι ούτε οι έφηβοι ακριβώς θα το αγοράσουν από μόνοι τους, ούτε οι ενήλικες γνωρίζουν ακριβώς (ή και δεν τολμούν!) να πάρουν κάτι για τους εφήβους. Πώς μπορεί να γίνει πιο προσιτό; Ειδικότερα εσύ σε ποιο κοινό απευθύνεσαι και με ποιο τρόπο, ώστε να το πλησιάσεις;

Να πω την αλήθεια όταν γράφω δεν έχω στο μυαλό μου συγκεκριμένη ηλικία αναγνωστών. Δεν κόβω και δεν ράβω στα μέτρα κανενός. Δεν θα ήθελα να γράψω ένα μυθιστόρημα που θα έκλεινε το μάτι στους εφήβους, μιλώντας μόνο την «αργκό» τους και έχοντας ως μοναδικό θέμα τη βία, τις συγκρούσεις και τους τρελούς ρυθμούς της ηλικίας. Μ΄ αρέσει άλλοτε να δυναμώνω και άλλοτε να χαμηλώνω την ένταση στις μουσικές που ακούω, στις κουβέντες που κάνω. Όταν με καλούν στα σχολεία συναντώ τόσο διαφορετικά παιδιά με τόσο διαφορετικά ενδιαφέροντα. Κάποια θα ανακαλύψουν το βιβλίο μου κι αν τους αρέσει θα το προτείνουν και στους φίλους τους. Αυτός μου φαίνεται πιο φυσιολογικός τρόπος. Έτσι δεν κάναμε κι εμείς στο γυμνάσιο και στο λύκειο; Ανταλλάσαμε βιβλία, μουσικές και ποιήματα. Τα παιδιά σ΄ αυτή την ηλικία είναι δύσπιστα απέναντι στους γονείς τους. Ένα βιβλίο που μπορεί να το ανακαλύψουν μόνοι τους όταν τους το επιβάλλουν οι μεγάλοι θα τους φέρει αλλεργία.

Θυμάσαι, τα αγαπημένα σου βιβλία σε τρεις φάσεις: παιδί – έφηβη – ενήλικη

Θυμάμαι καλά τη βιβλιοθήκη του δωματίου μου στη Λάρισα. Δίπλα στα παραμύθια των Γκριμ και του Άντερσεν ήρθαν κι ακούμπησαν οι κόρες του Δόκτορα Μαρς κι ύστερα τα Ασημένια Πατίνια, το Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν. Δίπλα στο Ένα παιδί μετράει τα άστρα κάποια στιγμή το Καπλάνι της Βιτρίνας, τα Ξύλινα Σπαθιά, το Όταν ο ήλιος. Τα βιβλία είχαν λόγο που μπαίνανε στο σπίτι στο πρώτο δέκα, στις γιορτές και στις διακοπές. Τώρα τα βιβλία συσσωρεύονται στις βιβλιοθήκες, τα αδιάβαστα στριμώχνονται στα κομοδίνα κι είναι πιο δύσκολο να θυμάσαι και να δένεσαι. Φοιτήτρια ανακάλυψα με ενθουσιασμό τον Μαρκές, ήμουνα από τους πρώτους που θ΄ αγόραζαν το καινούργιο βιβλίο της Μάρως Δούκα και τελευταία ερωτεύτηκα την Ζυράννα Ζατέλη. Κι ύστερα μηδένισα και ξανάρχισα από την αρχή: Οδύσσεια και Χίλιες και μια νύχτες.

Όλοι κρύβουμε έναν Πήτερ Παν

Η συγγραφέας Μαρία Παπαγιάννη μιλάει για τον μαγικό κόσμο των παιδιών

Στην Χρυσούλα Παπαϊωάννου

Συνέντευξη στην Ελευθεροτυπία 18/12/07

« Μεγαλώνοντας εγκλωβιζόμαστε στην καθημερινότητα και κλειδώνουμε τα πολύτιμα για να τα σώσουμε, αλλά τα κρύβουμε τόσο καλά, που τα ξεχνάμε και τελικά κάνουμε… πίστωση στα όνειρα. Τα παιδιά ονειρεύονται με κλειστά και με ανοιχτά τα μάτια» Κάτι ξέρει για να το λέει αυτό η Μαρία Παπαγιάννη, συγγραφέας και μεταφράστρια παιδικών βιβλίων. Έγραψε το παραμύθι «Παράξενο δεν είναι;» για να θυμίσει σε μικρούς και μεγάλους ότι «το θαύμα της ζωής είναι οι μικρές και καθημερινές στιγμές. Η αγκαλιά της μαμάς μετά από έναν εφιάλτη ή η αγκαλιά ενός φίλου» Θα το δούμε ως μουσικοθεατρική παράσταση στην αίθουσα Νίκος Σκαλκώτας του Μεγάρου Μουσικής από αυτή την Παρασκευή μέχρι τις 30 Δεκεμβρίου.

Τη μουσική έχει γράψει ο Θάνος Μικρούτσικος πάνω σε στίχουν των Γιάννη Ρίτσου (από το δικό του ποίημα «Πάλι η μικρή Ελένη» είναι δανεισμένος και ο τίτλος της παράστασης) Νίκου Καββαδία, Μαρίας Παπαγιάννη και Μελίνας Καρακώστα. Στην τελευταία μάλιστα είναι αφιερωμένη η παράσταση γιατί «έφυγε» κατά τη διάρκεια των προβών. Ο Μικρούτσικος με τον Παναγιώτη Λάρκου υπογράφουν τη σκηνοθεσία. Το σκηνικό και τα κουστούμια έχει κάνει ο Γιώργος Βαφιάς, τη χορογραφία η Σεσίλ Μικρούτσικου. Χορεύουν η Ράνια Γλυμίτσα και η Κωνσταντίνα Μικρούτσικου.

Και επειδή στους συντελεστές συναντάμε πολλές φορές το όνομα … «Μικρούτσικου» -άλλωστε και η Μαρία Παπαγιάννη είναι η σύζυγος του συνθέτη – η συγγραφέας διευκρινίζει: «Οι καλλιτεχνικές δουλειές είναι ούτως ή άλλως σαν οικογενειακές. Ο Θάνος που είναι ο καπετάνιος της παράστασης, δεν θα επέλεγε άτομα που δεν έχουν εμπειρία από ανάλογα θεάματα»

Το τωρινό θέαμα χτίζεται με άξονα το παραμύθι της Παπαγιάννη: σε μια πολιτεία δίχως όνειρα, γιορτές και πανηγύρια, ένα αστέρι πέφτει αλλά ο Γιόμο και η Κόρα δεν έχουν τίποτα να ευχηθούν γιατί μια κακιά μάγισα έκλεψε κάποτε το κλειδί των ονείρων από τον γέροντα σοφό που τα φύλαγε. Τα δυο παιδιά όμως θα ανέβουν ως τον ουρανό για να το αναζητήσουν. Θα γίνουν ακροβάτες σε τσίρκο, θα συναντηθούν με πειρατές και θα περάσουν πολλές ακόμα περιπέτειες.

Παιδικό παραμύθι για τη Μαρία Παπαγιάννη σημαίνει… happy end. Όχι όμως ότι το κακό απουσιάζει. « Δεν πρέπει να λέμε ιστορίες στις οποίες είναι όλα μέλι γάλα. Προετοιμάζουμε τα παιδιά γι΄ αυτόν τον κόσμο κι όχι για έναν άλλον, αγγελικά πλασμένο. Πρέπει να υπάρχει το κακό αλλά να είναι αναγνωρίσιμο. Οι κακοί πάντα υπήρχαν στα παραμύθια αλλά τώρα είναι δυστυχώς γοητευτικοί και είναι εύκολο να ταυτιστεί μαζί τους ένα παιδί» λέει

Δεν έχουν αλλάξει όμως μόνο τα παραμύθια αλλά και οι συνήθεις αφηγητές. « Τα παραμύθια που  λέγανε παλιά οι γιαγιάδες και οι παππούδες  ήταν καλή εξάσκηση για τη φαντασία των παιδιών. Σήμερα παίρνουν τα εγγόνια τους αγκαλιά, για να δούνε τα απογευματινά σίριαλ» λέει

Τι σημαίνει για τη Μαρία Παπαγιάννη ένα καλό παραμύθι; «Είναι αυτό που μιλά για την αλήθεια χωρίς να παιδιακίζει. Κάθε παιδί έχει διαφορετική ωριμότητα. Θέλουμε να φεύγουν με τις τσέπες γεμάτες πετραδάκια, δηλαδή ιδέες και συναισθήματα. Στο δρόμο για το σπίτι καθένα κρατάει ότι του ταιριάζει» Βέβαια τα παραμύθια δεν απευθύνονται αποκλειστικά σε μικρά παιδιά « Ένα παιδικό είναι καλό όταν αρέσει και στους μεγάλους. Ακόμα το παραμύθι της καληνύχτας είναι συνδυασμένο με μια αγκαλιά και μπορεί ένα παιδί να το έχει ανάγκη για πολλά χρόνια» προσθέτει

Αν και μητέρα δυο παιδιών, του 6χρονου Στέργιου και της 11χρονης Αλεξάνδρας, η αγάπη της για τα παραμύθια ξεκίνησε πιο πριν, από όταν ήταν φοιτήτρια Φιλολογίας « Ίσως φταίει ο Πίτερ Παν, τον οποίο έχουμε όλοι κρυμμένο μέσα μας, και η νοσταλγία για τη χώρα του Ποτέ Ποτέ. Εγώ αφήνω την πόρτα μισάνοιχτη για να μπορώ να πηγαίνω και στους δυο κόσμους», εξηγεί. Γι΄ αυτό και δυσκολεύεται να πει στο μικρό της γιο ότι δεν υπάρχει Αι-Βασίλης  «Είμαι υπέρ του να κάνουμε τη ζωή μας λίγο παραμύθι και να μην σκοτώνουμε τους μύθους» λέει. Αυτές οι μέρες θα τη βρουν λοιπόν με την οικογένειά της κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο όπου

«θα κοιμηθούμε όλοι μαζί και θα πούμε ιστορίες..»

Μ’ αρέσει να βλέπω θαύματα μέσα στη ρουτίνα

Η συγγραφέας Μαρία Παπαγιάννη μιλάει για τον μαγικό κόσμο των παιδιών

Συνέντευξη στη Σαντρα Βουλγαρη

Για μια ιστορία διαφορετική από τις συνηθισμένες, που εκτυλίσσεται πάνω στα βράχια, στη σκιά ενός βουνού στην Κρήτη, για «Το δέντρο το μονάχο» (εκδ. Πατάκη) απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Εφηβικού/Νεανικού Λογοτεχνικού Βιβλίου η συγγραφέας Μαρία Παπαγιάννη. Είδηση που συνέπεσε με ένα ακόμη ευχάριστο νέο που έχει να κάνει με την ίδια, αλλά και τη λογοτεχνία για παιδιά στην Ελλάδα, αφού αυτές τις μέρες κλείστηκε συμφωνία με τις εκδόσεις minedition για την έκδοση μιας ακόμη ιστορίας της Μαρίας Παπαγιάννη με τίτλο «Μια άλλη μέρα θα νικήσεις εσύ».
Το βιβλίο θα απευθύνεται σε νήπια και θα εικονογραφηθεί από την πολυαγαπημένη και διάσημη εικονογράφο Eve Tharlet. Μέχρι τώρα παράλληλα με την πλούσια και πολύ ενδιαφέρουσα συγγραφική της δράση η Μαρία Παπαγιάννη μετέφραζε ιστορίες της που έχουν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πατάκη και ονειρευόταν μια μέρα να δει πώς θα ζωγράφιζε η Tharlet μια δική της ιστορία.
Οταν της τηλεφώνησα τη βρήκα στο εγκαταλελειμμένο χωριό στην Κρήτη όπου γράφτηκε «Το δέντρο το μονάχο». Αυτό με ενθουσίασε. Η συνομιλία μας έγινε ηλεκτρονικά και τηλεφωνικά από αυτό το χωριό μέσω διαφόρων περιπετειών, αφού την τελευταία φορά που μιλήσαμε το σπίτι όπου έμενε είχε πλημμυρίσει από την βροχή…

– Τι ενέπνευσε «Το δέντρο το μονάχο»;
– Νομίζω ότι όλες οι ιστορίες γεννιούνται σ’ έναν τόπο. Κουβαλάνε βέβαια χαλίκια και σπόρους απ’ όλα τα ταξίδια. Το δικό μου δέντρο κοιτάει προς τον νότο. Εξω από ένα απομονωμένο χωριό στα Αστερούσια που αγναντεύει το Λιβυκό Πέλαγος. Εδώ ζούνε άνθρωποι που μπορούν να μην έχουν ταξιδέψει ποτέ στη ζωή τους, αλλά μπορούν να σου πούνε χιλιάδες ιστορίες για κάθε πέτρα του χωριού. Σύμφωνα μ’ αυτές τις αφηγήσεις το χωριό το διαλέγανε πάντα περίεργα όντα.
Τελώνια και ξωτικά, πνεύματα που έρχονται από τη θάλασσα και διαλέγουνε κάποιο από τα σπίτια και δεν το αφήνουνε σε ησυχία. Σκέφτηκα λοιπόν πώς θα ήταν για ένα νέο παιδί να μεγαλώνει εδώ κουβαλώντας όλους τους θρύλους και τις δοξασίες, να μεγαλώνει σ’ έναν τόπο μικρό μακριά από την αποξένωση της πόλης. Κι ύστερα χρησιμοποίησα αυτόν τον έφηβο που τον βάφτισα Σίμο για να ξαναμιλήσω για τις δικές μου εμμονές. Οτι δηλαδή όσο πιο βαθιά φτάνουν οι ρίζες, τόσο πιο μεγάλα τα κλαδιά. Οσο πιο στέρεα πατάς στα δικά σου χώματα τόσο πιο μακριά μπορείς να πετάξεις, να ταξιδέψεις, να εξηγήσεις και να γνωρίσεις τον κόσμο.
Κι ακόμα ότι χρειάζεται πού και πού να αδειάζεις από όλα όσα ακούς καθημερινά και να θυμάσαι το δικό σου ζύγι, αυτό που όλοι έχουμε μέσα μας για τα μεγάλα και τα μικρά. Αλλά με τη φασαρία του κόσμου ξεχνιόμαστε και ζυγίζουμε με το ζύγι των άλλων.


– Τι σας εμπνέει γενικότερα ως συγγραφέα;
– Αγαπούσα πάντα τους ιδιαίτερους ανθρώπους, τους διαφορετικούς, τους σιωπηλούς, ή τους παθιασμένους με κάτι. Από την άλλη παρατηρώ την καθημερινότητα μέσα από το δικό μου μεγεθυντικό φακό. Μια ελάχιστη λεπτομέρεια, μια κίνηση, μια φράση, ένα όνειρο γίνονται οι πρωταγωνιστές. Μ’ αρέσει να βλέπω μικρά θαύματα μέσα στην καθημερινή ρουτίνα, δηλαδή να βλέπω με τα μάτια των παιδιών όσο φυσικά γίνεται γιατί η δική τους φαντασία είναι ανεξάντλητη. Αγαπώ πολύ τα παραμύθια. Οπως ξέρετε τα παραμύθια δεν λένε ότι όλα είναι τέλεια λέει ότι ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Πώς; Μόνο αν διασχίσουμε το σκοτεινό δάσος, αν τολμήσουμε και τα βάλουμε με τους λύκους και τα θεριά και κυρίως αν αφιερώσουμε λίγο χρόνο κι ακούσουμε τη συμβουλή μιας γριάς, ενός πουλιού, ενός ζητιάνου.
Η μαγική συμβουλή δίνεται μόνο σ’ αυτούς που παραμένουν με τα αυτιά τους, τα μάτια τους ανοιχτά, με τις αισθήσεις ζωντανές στον μύλο που όλα τα αλέθει. Βεβαίως, από όλα αυτά ξεκινάω αλλά με μια προϋπόθεση. Ακόμα κι όταν βουτάω στην παράδοση με την έννοια του χώρου και του χρόνου, η προσπάθειά μου είναι η γραφή μου να είναι σύγχρονη. Δεν πιστεύω στη ρεαλιστική αναπαράσταση με την έννοια της απεικόνισης, αλλά στη μεγέθυνση του πραγματικού με την έννοια της μαγείας.


– Ετοιμάζετε κάποια νέα ιστορία;
– Δεν γίνεται να κλείσουμε την πόρτα στην αφόρητη καθημερινότητα, στις δυσκολίες που ζούμε όλοι και μας έχουν στριμώξει για τα καλά. Είναι καιρός τώρα που σκέφτομαι μια ιστορία με ήρωες παιδιά που βλέπουν τις συνθήκες της ζωής τους να αλλάζουν δραματικά. Ο στόχος μου είναι να μην είναι η ανεργία φρούτο εξωτικό αλλά μέσα στην καθημερινότητα κανονικών ανθρώπων που ώς χθες δούλευαν και ζούσανε κανονικά. Η επόμενη ιστορία θα είναι λοιπόν στα χρόνια της κρίσης.


– Πιστεύετε ότι τα παιδιά είναι έτοιμα να την ακούσουν;
– Τα παιδιά δεν ζούνε σε κάποια γυάλινη σφαίρα, ζούνε στην ίδια καθημερινότητα με μας με τις κεραίες τους υψωμένες κι ευαίσθητες πάντα. Θεωρώ ότι είναι λάθος να κρατάς τα παιδιά μακριά από τα προβλήματα. Τα παιδιά είναι ισότιμοι συνομιλητές και πάντα έτσι τους αντιμετωπίζω. Οσοι πιστεύουν ότι πρέπει να φτιάξουν μια ψεύτικη όαση για τα παιδιά τους προφανώς δεν θέλουν να τα προετοιμάσουν γι’ αυτό τον κόσμο, αλλά για έναν άλλο αγγελικά πλασμένο που εγώ προσωπικά δεν ξέρω προς τα πού πέφτει.
Είναι κρίμα να αφήνουμε τα παιδιά να προσπαθούν να συναρμολογήσουν απ’ αυτά που μπαίνουν κάτω από τις πόρτες το παζλ της αλήθειας, γιατί μπορεί να φτιάξουν μια ακόμα πιο ζοφερή πραγματικότητα. Αλλωστε από την άλλη μεγάλη πόρτα, την τηλεόραση βομβαρδίζονται καθημερινά. Το θέμα είναι να κάνουμε παιδιά δυνατά που θα μπορούν να αντιστέκονται στην αθλιότητα, που θα τολμούν να αγωνίζονται γι’ αυτά που πιστεύουν κι ακόμα περισσότερο που δεν θα ψαλιδίζουν τα όνειρά του στα μέτρα της ανάγκης, αλλά θα προσπαθούν να κάνουν πραγματικότητα τα δικά τους όνειρα.


– Προτιμάτε να γράφετε για τα παιδιά;
– Η αλήθεια είναι ότι όταν γράφω δεν σκέφτομαι την ηλικία στην οποία απευθύνομαι. Ομως αγαπώ πολύ τα παιδιά και ζηλεύω τον τρόπο που ονειρεύονται, θαυμάζω τη δυνατότητά τους να ανατρέπουν τα πάντα, τη μεγάλη αίσθηση της δικαιοσύνης που έχουν. Προσωπικά δυσκολεύτηκα πολύ να το πάρω απόφαση ότι μεγάλωσα κι αν θέλω να είμαι ειλικρινής ακόμα σκέφτομαι τι θα γίνω όταν μεγαλώσω κι έχω μια μακριά λίστα υπόψη μου. Δεν ξέρω αν είναι αυτός ο λόγος που γράφω για παιδιά.
Πάντως, όταν γράφω κάποια ιστορία δεν την κόβω και τη ράβω για καμιά ηλικία. Εχω όμως μια τάση να βαφτίζω ακόμα και τους κακούς ήρωες στο καλό και να αναζητώ την άλλη τους πτυχή. Αγαπώ πολύ τη ζωή όσο απογοητευμένη κι αν είμαι από τον κόσμο, από τις δυσκολίες. Κι ίσως αυτή η εμμονή μου να επιλέγω πάντα τη ζωή, να προσπαθώ να αντιστρέψω τη μιζέρια να ταιριάζει περισσότερο με την παιδική ηλικία. Ενας παραμυθάς έλεγε: «Ο κόσμος είναι αφόρητος. Η ζωή είναι υπέροχη. Εχουμε πάντα τη δυνατότητα να διαλέξουμε. Ο αφηγητής παραμυθιών διαλέγει τη ζωή».

Η Μαρία Παπαγιάννη γεννήθηκε στη Λάρισα. Σπούδασε ελληνική φιλολογία και στη συνέχεια δούλεψε ως δημοσιογράφος σε ραδιόφωνο, τηλεόραση, εφημερίδες και περιοδικά. Τα τελευταία χρόνια γράφει ιστορίες για παιδιά και μεταφράζει παιδική λογοτεχνία. Το τελευταίο της μυθιστόρημα με τίτλο «Ως διά μαγείας» τιμήθηκε με το Βραβείο του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου καθώς και με το Βραβείο Λογοτεχνικού Παιδικού Βιβλίου του περιοδικού «Διαβάζω». Το έργο της «Το δένδρο το μονάχο» έχει τιμηθεί επίσης με το βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω». Εγραψε το λιμπρέτο και στίχους στο έργο «Παράξενο δεν είναι;» (μουσικό θέατρο το οποίο ανέβηκε στο Μέγαρο Μουσικής τα έτη 2007 και 2008). Επίσης, το λιμπρέτο (διασκευή του μυθιστορήματος της Σ. Λάγκερλεφ «Το θαυμαστό ταξίδι του Νιλς Χόλγκερσον») για το έργο «Πες το μ’ ένα παραμύθι» για αφηγητή και ορχήστρα σε μουσική του Θάνου Μικρούτσικου, που παρουσιάστηκε τα Χριστούγεννα του 2002-2003 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

kathimerini


Hμερομηνία: 11-03-2012   

Κελαηδί για πολλές ιστορίες

Από μικρή αγαπούσα τις ιστορίες. Τρελαινόμουνα να  ακούω τους μεγάλους να διηγούνται  σκηνές από τότε που ήταν νέοι. Μικρά κατορθώματα που φάνταζαν μαγικά στα αυτιά μου. Ήταν πάντα την ώρα του φαγητού. Όταν τα πιάτα αδειάζανε, όταν τα ποτήρια γέμιζαν και ξαναγέμιζαν, όταν τα παιδιά επιστρέφανε στα παιχνίδια, τότε άρχιζε το καλύτερο. «Θυμάσαι τότε που…» Οι πρώτες ιστορίες γεννούσαν γέλια, γέλια, τα γέλια τραγούδια, τα τραγούδια αγκαλιές κι ύστερα κι άλλες ιστορίες. Τα καλοκαίρια πέντε αδέλφια, πέντε οικογένειες και μια δωδεκάδα παιδιά μέναμε στο ίδιο σπίτι. Πέντε οικογένειες μια κουζίνα, μια αυλή. Το πρωί μας ξυπνούσε πάντα η μυρωδιά του φούρνου. Οι μαμάδες όλες στην κουζίνα, η μια να πλένει τις ντομάτες και τις πιπεριές, η άλλη να κόβει τα κρεμμύδια, η άλλη να ετοιμάζει το κρέας. Καλοκαιρινό φαγητό το κελαηδί και κυριακάτικο. Για το μεγάλο τραπέζι. Κανένας από τους φίλους μου δεν ήξερε τι ήταν το Κελαηδί. Ίσως να ήταν μια οικογενειακή εφεύρεση. «Γιατί το λένε κελαηδί;» ρωτούσα τις μαμάδες. « Γιατί όποιος το τρώει κελαηδάει» Το κρέας κολυμπούσε στις ντομάτες, στις πιπεριές και στα κρεμμύδια ενώ η μόνη χειμωνιάτικη νότα ήταν η φέτα που χιόνιζε το πολύχρωμο πιάτο. Δεν μου άρεσε ιδιαίτερα αλλά δεν έλεγα τίποτα γιατί σκεφτόμουνα ότι τις Κυριακές το Κελαηδί βοηθούσε τους μεγάλους να κελαηδήσουν κι άλλες ιστορίες. Και στην κουζίνα αρχηγός η γιαγιά. Καθότανε στην άκρη και θαύμαζε κόρες και νύφες να μαγειρεύουν. Αυτή η γιαγιά Βικτώρια τους είχε μάθει τη συνταγή. Δική της έμπνευση ήτανε. Κι ας είχε να το κάνει τόσα χρόνια ήξερε καλύτερα απ΄ όλες. Της έδειχναν το πιάτο με τη φέτα που ετοιμαζότανε να προσγειωθεί στην κορυφή της κατσαρόλας. Κι η γιαγιά Βικτώρια παρόλο που ούτε έβλεπε ούτε άκουγε τόσο καλά έβρισκε την ευκαιρία να ανοίξει κουβέντα. Την είχανε ξεχάσει όλο το πρωινό. Διακριτικά τραβιότανε την ώρα του μαγειρέματος στην άκρη της κουζίνας να μην πέσει καμιά άσπρη τρίχα από τον καλοφτιαγμένο κότσο της  στα σκεύη της κουζίνας «Μην βιάζεστε,  έβρασε καλά το κρέας;» «Λιώνει ρε μαμά!» «Ωχ μήπως το παραβράσατε;» Η πρωτότοκη και καλύτερη μαγείρισσα Μαρίκα έπαιρνε αποφασιστικά πρωτοβουλία. «Αν το συζητήσουμε κι άλλο σίγουρα σε λίγο δεν θα τρώγεται»  Έσβηνε τη φωτιά και ταξίδευε με μια κίνηση τη φέτα πάνω στην κατσαρόλα. Ύστερα έπαιρνε μια καθαρή πετσέτα και τη σκέπαζε. Το φαγητό ήταν έτοιμο και οι μαμάδες μπορούσαν να πάνε για ένα γρήγορο μπάνιο στη θάλασσα, να συναντήσουν για λίγο τους άντρες και τα παιδιά και να γυρίσουν πάλι γρηγορότερα για να στρώσουν το τραπέζι. Η γιαγιά έκανε παρέα στην κατσαρόλα με το Κελαηδί περιμένοντας παιδιά κι εγγόνια να γυρίσουν.  Ήμουν σίγουρη ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή η γιαγιά κάτι έριχνε στην κατσαρόλα, κάτι μαγικό κάτι που θα έκανε πάλι τα παιδιά της να κελαηδάνε ιστορίες. Μια Κυριακή παρακάλεσα τη μαμά μου να μην πάω για μπάνιο γιατί πονούσε η κοιλιά μου. «Καλά κάτσε ήσυχα στο δωμάτιο. Η γιαγιά θα είναι στην κουζίνα» Μόλις τους άκουσα όλους να φεύγουν πήγα ξυπόλητη και παραφύλαξα πίσω από την πόρτα της κουζίνας. Είδα τη γιαγιά μου να σηκώνεται σιγά σιγά, να σηκώνει την πετσέτα, να μυρίζει, να μυρίζει κι ύστερα να ψάχνει τις τσέπες της μαύρης ρόμπας της, να πιάνει κάτι και να πασπαλίζει το φαγητό. Ύστερα γύρισε και μου έκλεισε το μάτι. Αυτή η κίνηση έμεινε πάντα στο μυαλό μου σαν ένα  μεγάλο μυστικό. Δεν το μαρτύρησα σε κανέναν και δεν ρώτησα ποτέ τη γιαγιά μου τι μαγικό πρόσθετε στη συνταγή της.. Όταν πέθανε, μπήκα στο δωμάτιο της, άνοιξα τη ντουλάπα της και χάιδεψα τη μαύρη ρόμπα της. Έχωσα το χέρι μου στις τσέπες της κι εκεί λύθηκε το μεγάλο μυστήριο της παιδικής μου ηλικίας. Στη μια τσέπη ένα φυλλαράκι ξεραμένου βασιλικού, στο άλλο ένα κλαράκι ρίγανης. Είχαμε μεγαλώσει πια αρκετά. Τα παιδιά τα καλοκαίρια τρέχαμε ο καθένας με τις παρέες του στα νησάκια της άγονης γραμμής. Πίσω στο καλοκαιρινό σπίτι, το κυριακάτικο τραπέζι φτώχυνε. Από τότε όλα τα ξαδέλφια μου,  λένε ότι φτιάχνω το Κελαηδί καλύτερα απ΄ όλους.

Μοιρασμένα όνειρα

Είμαι τυχερή. Το γραφείο μου βλέπει δυο τρία δέντρα στριμωγμένα ανάμεσα σε πολυκατοικίες, αλλά δέντρα. Ακούω το  γείτονα να τα ποτίζει μετά μανίας την Κυριακή που δεν δουλεύει. Ο φίλος μου ο Χρήστος είναι κι αυτός τυχερός. Πάνω από τις πολυκατοικίες βλέπει, αν σκύψει, ένα κομμάτι Λυκαβηττό. Ονειρεύεται να φτιάξει στην ταράτσα του ένα μικρό δάσος και μπήκε σε λίστα αναμονής σ΄ ένα πρόγραμμα του Δήμου.  Μένουμε στο κέντρο της Αθήνας. Όμως αυτά τα δύο τρία δέντρα δημιουργούν τη ψευδαίσθηση μιας μικρής πολυτέλειας. Κάτω απ΄ αυτά τα δέντρα η κόρη μου άφηνε σημειώματα στις νεράιδες αναζητώντας τρόπους να επικοινωνήσει μαζί τους. Την παρακολουθούσα στην αρχή με χαρά κι αργότερα τη λυπόμουνα καθώς έψαχνε απεγνωσμένα να βρει σε ποια γλώσσα να τους μιλήσει. Έγραφε πάνω σε κορδέλες και τις έδενε σε κλαδιά, ζωγράφιζε μικρά κουρελάκια ή πολύχρωμα χαρτάκια ύστερα σκέφτηκε να κάνει σχέδια πάνω στα φύλλα. Είχε μεγάλη υπομονή, είχε το όνειρο, το πάθος και στο μικρό της μυαλό της έλειπε μόνο η σωστή φόρμα. Είχε ανάγκη όμως ένα παραμύθι που θα ξεκινούσε στη μικρή αυλή του σπιτιού μας. Συζητούσε μαζί μου κι έψαχνα με αγωνία να βρω τη σωστή απάντηση. Να της πω ότι δεν υπάρχουν νεράιδες, να την προσγειώσω στον κόσμο των μεγάλων; Δεν ήθελα. Εμείς ήμασταν αυτοί που της λέγαμε μετά μανίας παραμύθια κι απ΄ την άλλη μεγάλωνε σ΄ έναν κόσμο με τόσα λίγα υλικά ονείρων! Όταν πήγε στην πρώτη δημοτικού κι έμαθε την αλφαβήτα, τη βρήκα ένα προχωρημένο απόγευμα να επαναλαμβάνει κάτω από τα δυο δέντρα : «άλφα, βήτα….»  «Τι κάνεις ;» τη ρώτησα  «Σουτ! Καλώ τις νεράιδες». Με φώναξε δίπλα  της . Οι μικροί της φθόγγοι παντρεύονταν με τους καθημερινούς ήχους της γειτονιάς μας. Τα αυτοκίνητα που περνάνε, η Σεβερίνα που ψάχνει το γάτο της τον Πίπη, το κουδουνάκι του γάτου που πηδάει από μπαλκόνι σε μπαλκόνι και φυσικά ο διαρκής ήχος μιας ανοιχτής τηλεόρασης απ’ όλα τα διαμερίσματα αλλά κυρίως από το απέναντι διαμέρισμα στον πρώτο. Εκεί μένει μια κουφή γιαγιά και η νοσοκόμα της  που αλλάζει κάθε λίγο και λιγάκι, βουλγάρα, ρωσίδα, πολωνέζα, πάντα του ανατολικού μπλοκ γιατί η κυρία Νανά  στα νιάτα της έπαιζε πιάνο κι είχε σε πολύ εκτίμηση τη  ρώσικη σχολή. Το μυαλό μου ακολουθεί τους ήχους στ΄ απέναντι διαμερίσματα ενώ η κόρη μου συνεχίζει άλφα …βήτα. Κάποια στιγμή διακόπτει θυμωμένη. Οι νεράιδες δεν θα έρθουν αν δεν τραγουδήσεις κι εσύ άλφα…βήτα. Αφοπλιστικό το σχόλιο, αφοπλιστικό και το ύφος της. Αμήχανα συγκινημένη από την άλλη αρχίζω να μουρμουρίζω άλφα …βήτα και σιγά σιγά σβήνουν οι ήχοι απ΄ τα απέναντι μπαλκόνια κι είναι μόνο το άλφα βήτα και η ανάγκη της κόρης μου για έναν καινούργιο μύθο, στο δικό της σύγχρονο κόσμο. Κι είναι τόσο δύσκολο ν΄ ακούσεις τη φωνή του μύθου σ΄ έναν κόσμο που έχει εντελώς ξεχάσει τους προγόνους του και τα μονοπάτια τους μέσα στη φύση.

Αυτή την ιστορία της κόρης μου θυμήθηκα διαβάζοντας μια εβραϊκή  ιστορία. Ο  Baal Shem Tov και ο πιστός του γραφιάς πάνε να προσκυνήσουν τους Αγίους Τόπους. Το καράβι δεν μπορεί να ηρεμήσει και οι ναύτες περικυκλώνουν τους εβραίους θεωρώντας τους υπαίτιους της κακοτυχίας. Ο θάνατος μοιάζει βέβαιος.  Το χειρότερο είναι ότι ο Baal Shem Tov έχει ξεχάσει όλες τις ιερές προσευχές και δεν μπορεί να ζητήσει τη βοήθεια του θεού. Ο μαθητής του, τον παρακαλάει να προσπαθήσει αλλά δεν θυμάται τίποτα. Στο τέλος ο μεγάλος δάσκαλος και παραμυθάς ζητάει από τον πιστό του γραφιά να θυμηθεί αυτός κάτι. Αργά, με δυσκολία, θυμάται τα δυο πρώτα γράμματα του εβραϊκού αλφάβητου. Άρχισε λοιπόν δειλά να τα μουρμουρίζει με δυνατή φωνή. Άλεφ, Μπετ. Ο Baal Shem Tov επαναλαμβάνει τα γράμματα κι αυτά τα πιο απλά στοιχεία της γλώσσας έχουν μια τέτοια δύναμη που σώζονται από την καταστροφή

Κάθε εποχή είναι εποχή αλλαγών, αλλά η δική μας είναι μια εποχή καθολικών μεταμορφώσεων. Πολλά απλά πράγματα ανατρέπονται. Ηλεκτρονικά μέσα, καινούργιες τεχνολογίες διάδοσης της πληροφορίας. Κι όμως όσο τρέχουν οι πληροφορίες τόσο δυσχεραίνει  η ουσιαστική επικοινωνία των ανθρώπων με τα μέλη της οικογένειας, με τους φίλους τους, τους γείτονες, με τη φύση.  Μέσα σ΄ αυτή την καινούργια πραγματικότητα όλο και μεγαλώνει η ανάγκη για το αμετάβλητο. Και συχνά τα βασίλεια του «Μια φορά κι έναν καιρό» αποδεικνύονται πιο σταθερά από τους σύγχρονους γεωγραφικούς χάρτες.  Τα τελευταία χρόνια αναβιώνει μια αρχαία τέχνη. Παραμυθάδες, νεοιστορητές, φεστιβάλ παραμυθιού, αποσπερίδες, σεμινάρια αφήγησης και προφορικής παράδοσης. Στην Τζια, στη Βυτίνα, στην Καλλιπεύκη φέτος το καλοκαίρι γέμιζαν οι ραχούλες, τα δάση, οι πλαγιές από κόσμο που διψούσε ν΄ ακούσει παραμύθια. Μήπως μέσα στο καλπασμό μιας μηχανικής καθημερινότητας  μεγαλώνει ένα καινούργιο αίσθημα ότι η ανθρώπινη φωνή και η μνήμη είναι αναντικατάστατες; Μήπως αυτό που έχουμε ανάγκη είναι η ανανέωση ενός ζωντανού δεσμού ανάμεσα σ΄ αυτούς που διηγούνται και σ΄ αυτούς που ακούνε;  Μήπως είναι μια αντίδρασή στη σύγχρονη βαρβαρότητα; Πως αλλιώς εξηγείται το όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον για μια τόσο απλή φόρμα;

Μήπως είναι η ανάγκη για μια ενδοσκόπηση αν συμφωνήσουμε με την άποψη ότι οι ιστορίες των προγόνων μας ζούνε πάντα μέσα μας αλλά η φωνή τους δεν μπορεί ν΄ ακουστεί στους σημερινούς ρυθμούς της ζωής; Ή μήπως είναι η ανάγκη μας για τα απλά, τα παλιά αυτονόητα; Η ανάγκη μας να ζήσουμε τη ζωή μας τελείως απλά ακριβώς όπως μια ιστορία; Μήπως είναι πάνω απ΄ όλα η ανάγκη να ονειρευτούμε έναν καινούργιο μύθο; Άλλωστε σε διάφορες περιόδους της ιστορίας οι μύθοι δεν ήταν ο τρόπος να εξηγηθούν τα ανεξήγητα και συγχρόνως ένας διαρκής στοχασμός πάνω στα άλυτα προβλήματα της ζωής; Μήπως και η εποχή μας βρίσκεται ακριβώς στην ίδια στιγμή; Στη στιγμή που έχουμε ανάγκη ένα σύγχρονο μύθο που θα μας μάθει ν΄ ακούμε ο ένας τον άλλον, ν΄  ακούμε τη φωνή της φύσης πριν την καταστρέψουμε τελείως; 

Ποιος είναι ο ήρωας στα παραδοσιακά παραμύθια όλου του κόσμου; Αυτός που διασχίζει τα σκοτεινά δάση, αυτός που νικάει τους δράκους, αυτός που τολμάει να τα βάλει με τα δύσκολα αλλά κυρίως αυτός που ακούει.. Αυτός που ακούει το ξωτικό, αυτός που ακούει το πνεύμα του δάσους, τη κουρασμένη γυναίκα στην άκρη του δρόμου που μπορεί να είναι μια πανίσχυρη μάγισσα ή ένα καλό πνεύμα. Αν έχει τ’ αυτιά του κλειστά και κυρίως αν βιάζεται θα προσπεράσει τη λύση του προβλήματος και θα είναι ανίσχυρος όταν θα χρειαστεί να τα βάλει με τα δύσκολα. Στα παραμύθια λοιπόν μαθαίνουμε ότι η ανάγκη ν΄ ακούς είναι εξίσου ηρωική πράξη με τη μάχη μ΄ ένα δράκο με καμιά ντουζίνα κεφάλια. Πως λοιπόν να αποτρέψω στο γιο μου που προσπαθεί να επικοινωνήσει με τα ζώα ή την κόρη μου παλιότερα που προσπαθούσε ν΄ ακούσει αυτό το διαφορετικό μέσα στο σούρουπο; Μήπως απλά εμείς ξεχάσαμε ν΄ ακούμε; Μήπως αυτό είναι που έχουμε περισσότερο ανάγκη; Μήπως ακόμα βιαστήκαμε  να ονοματίσουμε κάποια πράγματα κι ύστερα τα ξεχάσαμε; «Απαραίτητη η φαντασία για ένα ευτυχισμένο παιδί …» Ναι βέβαια αλλά μήπως δεν χάνουμε ευκαιρία για να διαμελίζουμε τα όνειρά του; Με τις καλύτερες προθέσεις βέβαια , το μπουκώνουμε γνώσεις και πληροφορίες, και το κομπιούτερ χρειάζεται και τα αγγλικά και κάτι αθλητικό και λίγο μουσική.  Τρέχουμε στο δρόμο να προλάβουμε να μη χτυπήσει το κουδούνι. Ο μικρός κοντοστέκεται : κάτι άκουσα μέσα στα δέντρα. Μια σαύρα ζητούσε απεγνωσμένα βοήθεια. Δίπλα σ΄ ένα μαραγκιασμένο δέντρο στο κέντρο μιας επιβαρυμένης πόλης δεν βλέπω παρά δυο τρία σκουπίδια πλαστικά . Ο μικρός επιμένει: άκου. Και ξαφνικά αισθάνομαι πόσο φτωχή είμαι. Πόσο δύσκολο είναι και για τους καλύτερους γονείς του κόσμου να μπορέσουν ν΄ ακούσουν την κραυγή για βοήθεια μιας μικρής σαύρας, την απελπισμένη ανάγκη του μικρού να μεταμορφώσει την πραγματικότητα για να μπορέσει να τη βιώσει. Κι ύστερα θέλω να πέσω στα τέσσερα, να βρω τη μικρή σαύρα αλλά η ώρα περνάει και το κουδούνι δεν ακούει ούτε σαύρες, ούτε δάκρυα. Μόνο χτυπάει.

Είχα διαβάσει μια συνέντευξη ενός σύγχρονου παραμυθά, του Εντνος που έλεγε πως  «μια από τις προκλήσεις της τέχνης του είναι να δώσει και πάλι νόημα στις λέξεις. Να σφυρηλατήσει υλικά ακόμα και αρχαία με τρόπο που να αντηχήσουν την κοινωνία και τις δυσλειτουργίες της. Το παραμύθι είναι σαν ένα βότσαλο που πρέπει να εμποδίζει την πόρτα να κλείσει»

Μέσα από τη μισάνοιχτη πόρτα σκέφτομαι ξανά ένα μικρό κορίτσι που αναζητά το παραμύθι της, επαναλαμβάνοντας τα μόνα γράμματα που ξέρει: άλφα βήτα . Έναν μεγάλο δάσκαλο και παραμυθά που μουρμουρίζει τα δικά του γράμματα : άλεφ μπέτ για να αποτρέψει μια καταστροφή. Έναν σύγχρονο παραμυθά που θέλει να δώσει και πάλι νόημα στις λέξεις. Λένε ότι οι μύθοι είναι μοιρασμένα όνειρα. Οι Αβορηγιανοί της Αυστραλίας ονομάζανε τη δημιουργία «Καιρό του Ονείρου» και τους μύθους τους όνειρα. Μήπως είμαστε ακριβώς σ΄ αυτό το σημείο;  Όλο αυτό το σύγχρονο ενδιαφέρον για τα παραμύθια είναι η ανάγκη να μοιραστούμε ένα όνειρο ή να ξαναονειρευτούμε έναν καινούργιο μύθο; Όσο τα δάση μας καίγονταν πάντως  εγώ που θαυμάζω τα δυο στριμωγμένα δεντράκια του ακάλυπτου, ο γείτονας που τη μόνη του ελεύθερη μέρα, την Κυριακή τα ποτίζει μετά μανίας, ο φίλος μου ο Χρήστος που σχεδιάζει δάσος στην ταράτσα του κι εκείνη η μικρή που στέλνει σήματα μέσα από τα χαμηλά κλαδιά μιας λεμονιάς στις νεράιδες βλέπαμε το ίδιο όνειρο. Μια γη που χάνεται και ζητάει απελπισμένα βοήθεια σαν τη μικρή σαύρα στο δρόμο για το σχολείο.

Ημερολόγιο

Τι ωραία μπαίνει το φως μέσα από το σκίσιμο μιας κουρτίνας όταν κάνεις ιστορία και το μυαλό δεν συγκεντρώνεται με τίποτα.

Έχω  την αίσθηση πως απόψε εδώ μέσα στην τάξη πετάμε πάνω από τα θρανία κι όλοι είναι χαρούμενοι σαν και μένα.

Τώρα η κυρία «Bateau» (ωραίο το παρατσούκλι της δασκάλας μας) ψάχνει στο σημειωματάριο της το επόμενο θύμα. Κάνε να μην είμαι εγώ: Παπαγιάννη… όχι… Χριστιάννα… yes!… Πάλι γλύτωσα. Η Χριστιάνα με κοιτάει με μίσος. Σηκώνεται στον πίνακα και κάτι λέει για την ελληνική επανάσταση. Δεν θέλω να μεγαλώσω. Μεγάλη, κουρασμένη, χωρίς όνειρα; Τι μονοτονία! Να βαριέσαι να τρέξεις ξυπόλητη στην άμμο, να φοβάσαι να ουρλιάξεις στον ουρανό. Μυαλό μου γύρνα πίσω. Σχολείο, μπλε το χρώμα της ποδιάς μας και κάτω απ΄ αυτό εμείς που διψούμε για ζωή, για εκπλήξεις. Σήμερα είχε έναν υπέροχο ήλιο. Δεν θέλαμε να κάνουμε μάθημα με τέτοιον ήλιο. Εκδρομή! Φωνάζαμε. Η απάντηση; Η ίδια. Μπείτε στις τάξεις.

Εμείς φταίμε που δεν μπορούμε να καταλάβουμε τη γλώσσα σας;  Τα ίδια και στο σπίτι. Χτες σκεφτόμουνα το σημερινό πρόγραμμα και μ΄ έπιασαν τα νεύρα. Ένιωθα κουρασμένη, θυμωμένη. Μπαίνει η μαμά κι αρχίζει το ίδιο τροπάρι. Είσαι τόσο μικρή! Γιατί στεναχωριέσαι; ΟΚ μαμά μου. Τι ωραία να βάζαμε δίπλα στις ηλικίες και χρωματιστά κουμπάκια. Κάτω από τα 12 δεν επιτρέπεται να στεναχωριόμαστε, να κουραζόμαστε …..

Η κυρία “ Bateau” χτυπάει το χάρακα στην έδρα. Σημειώστε: η δημοτική ποίηση είναι ο καθρέφτης ενός λαού…

….και το παράθυρο μιας τάξης λέω εγώ είναι η έξοδος ονείρων. Να χωθώ στην τρύπα της κουρτίνας! Κουδούνι! Ωχ. Την άλλη ώρα τεστ φυσικής. Ορίστε άκουσα καλά; Τύχη! Φυσική δεν θα γίνει. Συνέλευση των δασκάλων. 

Σκόρπιες σημειώσεις στα μαθητικά τετράδια.  Τόσα χρόνια μετά δεν θέλω πάλι να μεγαλώσω κι άλλο. Μ¨ αρέσει να το σκάω ακόμα μέσα από τις τρύπες της κουρτίνας. Α ναι είχα δίκιο. Δεν υπάρχουν χρωματιστά κουμπάκια δίπλα σε κάθε ηλικία.  Για το μόνο που διαφωνώ είναι πως τώρα μ΄ ενδιαφέρουν τα δημοτικά τραγούδια και η ιστορία και τόσα άλλα που τότε δεν καταλάβαινα τη χρησιμότητά τους.

Το ποδήλατο κι εγώ

Το ποδήλατο κι εγώ

Ομολογώ ότι είναι καιρός τώρα που το ποδήλατό μου αν και σχέση πολύτιμη δεν είναι μέσα στην καθημερινότητα μου. Μένω στο κέντρο της Αθήνας, στο Μετς κι όταν ξεκινώ για διάφορες δουλειές στην Αθήνα, διασχίζω το Ζάππειο κι ως εδώ καλά αλλά στη συνέχεια πριν φτάσω δυο πεταλιές πιο πέρα, στο Σύνταγμα αρχίζει να με πιάνει πανικός που κορυφώνεται στην Πανεπιστημίου και πλέον στην Ομόνοια μετανιώνω τη στιγμή και την ώρα. Η Αθήνα δεν είναι μια πόλη που αγαπάει τα ποδήλατα παρόλο που είναι πολλοί οι οδηγοί που κορνάρουν φιλικά, που σε χαιρετούν και σε κάνουν να αισθάνεσαι ότι το να ποδηλατείς στο κέντρο της Αθήνας είναι μια πράξη αντίστασης. Αντίσταση σ΄ όλους αυτούς που βιάζονται και σε  προσπερνούν  και σε βρίζουν που τους καθυστερείς λες και δεν ξέρουν ότι θα συναντηθείτε ξανά στο επόμενο φανάρι. Αντίσταση στους ρυθμούς της καθημερινότητας, αντίσταση στην μιζέρια, αντίσταση στις ανέσεις, στην ταχύτητα και στην ομοιομορφία. Το ποδήλατο λοιπόν είναι για μένα σαν το εμπριμέ σπίτι που φυτρώνει ανάμεσα στις πληκτικές πολυκατοικίες, σαν τα μικρά λουλούδια που ξεπετάγονται ανάμεσα στο μπετόν. Το ποδήλατο είναι για μένα πράξη αντίστασης και ο άλλος τρόπος να βλέπεις την καθημερινότητα σου, να αρνείσαι τη φθορά του χρόνου και να διεκδικείς μια πιο ανθρώπινη πόλη.

Μεγάλωσα στην επαρχία, στη Λάρισα. Τα καλοκαίρια στο διπλανό Πλαταμώνα. Το ποδήλατο έπαιζε πάντα πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή της οικογένειας και της πόλης χωρίς να μας περάσει ποτέ από το μυαλό ότι κάποτε θα είναι πράξη αντίστασης. Ο πατέρας μου πήγαινε και γυρνούσε από τη δουλειά με το ποδήλατο και για μένα ήταν εντελώς συνδυασμένο με το «η οικογένεια είναι ξανά μαζί» μετά από μια ολόκληρη μέρα. Όταν λοιπόν νύχτωνε τρέχαμε να υποδεχτούμε τον μπαμπά και το ποδήλατο. Η πόρτα άνοιγε ο μπαμπάς παρέδιδε το ποδήλατο στη μαμά μου κι έπαιρνε εμένα αγκαλιά. Το ποδήλατο ξεκουραζότανε πίσω από την πόρτα ως την άλλη μέρα το πρωί. Την Κυριακή πρωί πρωί ξυπνούσαμε ο μπαμπάς φρόντιζε το ποδήλατο και η αδελφή μου κι εγώ βάζαμε τα κυριακάτικα για την καθιερωμένη βόλτα. Εγώ μπροστά η αδελφή μου από πίσω ο μπαμπάς στο πετάλι ξεκινούσαμε και οι τρεις μας για μια βόλτα ως το Υδραγωγείο όπου ξεκινούσε η εξοχή. Παίζαμε, τρέχαμε, μαζεύαμε λουλούδια κι ύστερα πάλι όλοι μαζί και οι τρεις στο ποδήλατο. Με τη μαγεία της φωτογραφίας έχω κρατήσει δυο αγαπημένες στιγμές της παιδικής μου ηλικίας. Στην μια είμαστε οι τρεις μας στο ποδήλατο. Ο πατέρας μου όμορφος, νέος κι εμείς με τα φουστανάκια καλοχτενισμένες ξεκινάμε για την κυριακάτικη βόλτα. Η δεύτερη φωτογραφία είναι από την επιστροφή. Έχουμε σταματήσει στο διπλανό φούρνο. Ο πατέρας μου κρατάει το μεγάλο ταψί κι η αδελφή μου κι εγώ σπρώχνουμε το ποδήλατο ως το σπίτι.

Και δεν ήτανε ότι η οικογένεια μας ήταν διαφορετική. Τα ποδήλατα ήταν το βασικό μέσο μεταφοράς. Θυμάμαι μια άλλη χαρακτηριστική σκηνή με ποδήλατο που σήμερα μοιάζει σουρεαλιστική. Τις ξεχωριστές Κυριακές παραγγέλναμε παγωτό από το Ολύμπιον το κεντρικό ζαχαροπλαστείο της πόλης. Θυμάμαι τον υπάλληλο του ζαχαροπλαστείου να έρχεται με το ποδήλατο και να κρατάει στο ένα χέρι τον σιδερένιο δίσκο με τα παγωτά τα οποία ήταν όλα σε ψηλό γυάλινο ποτήρι. Δυο μπάλες παγωτό, σαντιγί και σιρόπι κι όλα έφταναν χωρίς να στραπατσαριστούν.

Ήταν ακόμα η εποχή που ήμουνα πολύ μικρή και η ζωή έτρεχε αργά στους ρυθμούς του ποδηλάτου. Μεγαλώνοντας έμαθα ποδήλατο κατευθείαν φυσικά στις δυο ρόδες κι έτσι γρήγορα πήρα τη ζωή στα χέρια μου. Μπορούσα να γυρνάω όσο γρήγορα θέλω τα πετάλια και να τρέχω πιο γρήγορα πια. Τα πόδια γεμάτα γρατσουνιές και πληγές αλλά ποτέ δεν το βάλαμε κάτω. Μεγαλώνοντας κι άλλο στην εφηβεία μας κάναμε τη μεγαλύτερη υπέρβαση. Με το ποδήλατο σπάζαμε τους κανόνες και υπερβαίναμε τα όρια. Τα καλοκαίρια στον Πλαταμώνα αγόρια κορίτσια καβαλούσαμε τα ποδήλατο κι εξαφανιζόμασταν. Σε γήπεδα, σε παραλίες, δίπλα στις  γραμμές του τρένου, κάτω από γέφυρες, μεγάλες ανηφόρες και κατηφόρες. Το ποδήλατό μου ήταν ο μοναδικός μάρτυρας του πρώτου μεγάλου έρωτα. Τρέχοντας πιάσαμε τα χέρια, πέσαμε και τα ποδήλατά μας αγκαλιάστηκαν πρώτα. Κι ύστερα τα ποδήλατα μας οδηγούσανε σε πιο ερημικές γωνιές και μεις πάντα τα ανταμείβαμε, αφήνοντας το ένα δίπλα στο άλλο. Ειλικρινά νιώθω ότι το ποδήλατο της εφηβείας με γλίτωσε πολλές φορές από την πλήξη, τη μελαγχολία και τις αυτοκαταστροφικές μοναξιές.

Μεγαλώνοντας μπλέξαμε. Δουλειές, τρεξίματα, στα ελάχιστα διαλείμματα πάντα στις Κυκλάδες σε κακοτράχαλες παραλίες που δεν ευνοούσαν το ποδήλατο κι έτσι ο κολλητός των παιδικών χρόνων σταμάτησε να είναι απαραίτητος. Ώσπου ήρθαν τα παιδιά μου και ξανάνοιξε το σεντούκι με τα πολύτιμα κι άρχισαν να αποκτούν πάλι οι λέξεις σημασία. Ηλιοβασίλεμα, θάλασσα, ποδήλατο, ταξίδι. Έβαλα άνω τελεία στις υποχρεώσεις και στις πιστώσεις. Κι άρχισα να παρατηρώ την κόρη μου να προσπαθεί να κάνει τη μεγάλη της υπέρβαση για να ισορροπήσει στις δυο ρόδες. Το καλοκαίρι που τα κατάφερε φεύγαμε το πρωί και γυρνούσαμε το απόγευμα. Παίρναμε όλα τα δρομάκια κι όπου μας οδηγούσανε. Κουραζόμασταν και σταματούσαμε και κάναμε βουτιές. Στη συνέχεια γίναμε επαγγελματίες, πήραμε κράνος, φορέσαμε γάντια και αρχίσαμε τις μεγαλύτερες βόλτες. Ένα πρωινό είδαμε μια παρέα ξένων που γυρνούσανε την Ελλάδα με το ποδήλατο κι αφού τους πήραμε από πίσω πολλά χιλιόμετρα υποσχεθήκαμε ότι το άλλο καλοκαίρι θα πάμε μαζί τους. Το ποδήλατο έγινε πάλι σύμμαχος μου. Αυτή τη φορά για να προσεγγίσω τα παιδιά μου και να τους εμπνεύσω τη χαρά της απόδρασης, του ταξιδιού, του ονείρου. Κάπου εκεί έγινε το ποδήλατο αντίσταση. Αντίσταση στα ηλεκτρονικά παιχνίδια, στην απομόνωση και στην αποξένωση. Επιλέγαμε αυτοκίνητα που μπορούσανε να μεταφέρουνε ποδήλατα. Κι ήταν τόσο μεγάλη η χαρά μου όταν έβλεπα τα παιδιά μου τα καλοκαίρια να καίγονται στον ήλιο, να ρουφάνε τη ζωή και τα Χριστούγεννα αντί για game boy και play station να ζητούν το επόμενο ποδήλατο. Δεν λέω ότι το ποδήλατο και οι συχνές αποδράσεις μας ήταν η μόνη λύση, για μένα όμως ήταν ένας σοβαρός σύμμαχος. Φανταστείτε τη χαρά μου όταν μεγάλωσε και ο γιος μου και μου ζήτησε με απόγνωση να του μάθω εκείνο κιόλας το απόγευμα ποδήλατο σε δυο ρόδες γιατί βιαζότανε να ξεκινήσει προπόνηση. «Γιατί Στέργιο βιάζεσαι τόσο;» « Γιατί θέλω να κάνω το γύρο του κόσμου με τον κολλητό μου», μου είπε. «Πώς να πάω με 4 ρόδες;» Κι έτσι σκέφτηκα να γράψω αυτή τη μικρή ιστοριούλα,  το γύρο του κόσμου με το ποδήλατο.

Ο Πέτρος με το φίλο του το Στέργιο αποφασίζουν να κάνουν το γύρο του κόσμου. Στο τετράδιο Ταξιδιού, γράφουν  όσα πρέπει να πάρουν μαζί τους, πυξίδες, χάρτες, φακό κι όσα  δεν πρέπει να πάρουν μαζί τους, κορίτσια, μαμάδες, μπαμπάδες. Όταν όμως ο Στέργιος ανακοινώνει την απόφασή του να ταξιδέψουν με ποδήλατο, ο Πέτρος  βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση. Πως λέει ένας ταξιδευτής στον κολλητό του: «δεν ξέρω ποδήλατο»; Η μαμά του φταίει για όλα. Αυτή τον πάει σε κάτι ξερονήσια χωρίς δρόμους. Τώρα ο Πέτρος πρέπει να μάθει απαραιτήτως, ποδήλατο.  Ζήτημα ζωής και θανάτου. Βάζει τα δυνατά του αλλά πέφτει και ξαναπέφτει. Ποιος όμως είπε ότι τα ωραία πράγματα στη ζωή είναι κι εύκολα; Ο Πέτρος θα καταλάβει ότι  για κάποια πράγματα αξίζει τον κόπο να βάζουμε τα δυνατά μας

Τώρα με τον γιο μου έχουμε κρατήσει ένα απόγευμα τη βδομάδα για το ποδήλατο. Κι ας μην είναι εύκολο να ανεβαίνουμε και να κατεβαίνουμε τους δρόμους του Μετς για να φτάσουμε στην εξοχή. Είναι όμως το δικό μας ραντεβού. Είναι κάτι που χαιρόμαστε κι οι δυο και το μοιραζόμαστε. Ονειρεύομαι πάντα ότι τα παιδιά μου θα γίνουν ταξιδευτές όπως άλλοι ονειρεύονται να μπούνε στο Πανεπιστήμιο ή να πετύχουν στη ζωή τους. Εγώ νομίζω ότι αν κατάφερα να τους κάνω να ονειρεύονται ταξίδια πέτυχα. Όλα τα υπόλοιπα ας τα διαλέξουνε μόνοι τους για το μυθιστόρημα της ζωής τους.


Τα μηλαράκια του Κόφινα

Τέλος καλοκαιριού στα Κάτω Καπετανιανά, στα Αστερούσια όρη, κάτω από τη σκιά του Κόφινα. Αρμενίζοντας  στο Λιβυκό πέλαγος. Από τις στιγμές που τσιμπιέμαι προσπαθώντας να καταλάβω αν ταξίδεψα ή είναι ακόμα ένα από τα πολλά παραμύθια του φίλου μου του Γιώργη που δουλεύει στο Ηράκλειο αλλά πάντα επιστρέφει στο χωριό του, τα Κάτω Καπετανιανά. Τόσα που έχω ακούσει θέλω να πηγαίνω και να ξαναπηγαίνω να δοκιμάσω τις τηγάνες, να πάω στην Τρυπητή, να σκαρφαλώσω στα βουνά,  να βρεθώ εκεί όλες τις εποχές. Γιατί εκεί ακόμα οι μέρες είναι διαφορετικές. Μια στάλα τόπος πως χωράει τόσες υποσχέσεις;

Υπόσχεση ήταν και η αυθεντικότερη επιβίωση δεντρολατρείας στο σύγχρονο κόσμο στις 14 Σεπτεμβρίου, του Τίμιου Σταυρού που γιορτάζει το μικρό εκκλησάκι γαντζωμένο στην κορυφή του Κόφινα. Τα αγόρια του χωριού ανεβαίνουν από την προηγουμένη. Ποιος θα κόψει τα μηλαράκια που θα τοποθετηθούν πάνω στην Αγία Τράπεζα; Οι μηλίτσες του Κόφινα ριζωμένες στα απόκρημνα βράχια. Τα λένε μηλαράκια αλλά έχουν μέγεθος ρεβυθιού και είναι οι καρποί της σορβιάς της ακανθώδους. Δέντρα που λένε πως φύτρωσαν εκεί που γκρεμίστηκε μια προσκυνήτρια στα βράχια. Οι καρποί θα μείνουν όλοι νύχτα στο νερό της πηγής και την άλλη μέρα θα τα ευλογήσει ο παπάς πάνω στην Αγία Τράπεζα. Μεγάλοι και μικροί ανεβαίνουν αξημέρωτα στο εκκλησάκι. Ο ιερέας αφού ευλογήσει τους καρπούς τους περιφέρει στην κορυφή συνοδευόμενος από όλους τους πιστούς. Στο τέλος οι βλογημένοι καρποί με πολλές θεραπευτικές ιδιότητες θα μοιραστούν σαν αντίδωρο στον κάθε πιστό. Κι αυτός θα τον κρατήσει στο εικόνισμα για να ξορκίσει το κακό για έναν ολόκληρο χρόνο. Κι ύστερα πάλι του χρόνου, να είμαστε καλά, να μετράμε καλοκαίρια στην κορυφή του Κόφινα, ατενίζοντας το Λιβυκό πέλαγος